Anonymous

ἐξαύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαύω''': κατὰ τὸν Εὐστάθ. (Ὀδ. 1547. 58) = [[ὀπτάω]], «καὶ τὸ ὀπτῆσαι ἐξαῦσαι, ‘ὁ δὲ τὸν ἐγκέφαλόν τις ἐξαύσας καταπίνει’ (Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἑορταῖς 9)», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «ἐξαῦσαι· ἐξελεῖν», δηλ. [[κρέας]] ἐκ τῆς χύτρας διὰ τοῦ ἐξαυστῆρος. ΙΙ. = [[ὑφαύω]], [[μέσον]] δ’ ἐξαύσατο βαυνὸν Ἐρατοσθ. ἐν τοῖς Α. Β. 6553.
|lstext='''ἐξαύω''': κατὰ τὸν Εὐστάθ. (Ὀδ. 1547. 58) = [[ὀπτάω]], «καὶ τὸ ὀπτῆσαι ἐξαῦσαι, ‘ὁ δὲ τὸν ἐγκέφαλόν τις ἐξαύσας καταπίνει’ (Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἑορταῖς 9)», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «ἐξαῦσαι· ἐξελεῖν», δηλ. [[κρέας]] ἐκ τῆς χύτρας διὰ τοῦ ἐξαυστῆρος. ΙΙ. = [[ὑφαύω]], [[μέσον]] δ’ ἐξαύσατο βαυνὸν Ἐρατοσθ. ἐν τοῖς Α. Β. 6553.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>crier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὔω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><b>1</b> tirer de;<br /><b>2</b> montrer le chemin à, τινι;<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὔω]]².
}}
}}