3,277,291
edits
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξυπτιάζω''': [[κλίνω]] τι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἢ ἀνυψῶ, Λατ. resupinare, ἐς πατρὸς [[μόρον]] ἐξυπτιάζων [[ὄμμα]], ἀνυψῶν τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[βλέμμα]] διὰ τὴν τύχην τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]] (τοῦ Οἰδίποδος), Αἰσχύλ. Θήβ. 577 ([[οὕτως]] ὁ Schütz ἀντὶ [[ὄνομα]], [[ὅπερ]] προφανῶς ὁ ἀντιγραφεὺς ἔγραψεν ἀπατηθεὶς ἐκ τῆς λέξεως τοῦ τοὔνομ’ ἐν τῷ ἀκολούθῳ στίχῳ)˙ σεμνῶς προβαίνων καὶ ἑαυτὸν ἐξυπτιάζων, καὶ κλίνων τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[σῶμα]] [[ὀπίσω]] ὑπερηφάνως, Λουκ. Κατάπλ. 16˙ καὶ ἀπολ. (παραλειπομένου τοῦ ἑαυτόν), ἐξήλαυνον ἐπὶ λευκοῦ ζεύγους, ἐξυπτιάζων, [[περίβλεπτος]] ἅπασι τοῖς ὁρῶσι ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 12˙ πρὸς τὸ [[ἐναντίον]] τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλεῖ 3˙ προῄεις ἐξυπτιάζων ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 21, Κλήμ. Ἀλ. 296: - Οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν, κλίνειν αὐτὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 101. ΙΙ. ἀμεταβ., κάμπτομαι ἢ [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], περὶ τῶν κεράτων τῶν ἱππελάφων, τὰ δὲ κέρατα ἐξυπτιάζοντα ἔχουσι [[μᾶλλον]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22. | |lstext='''ἐξυπτιάζω''': [[κλίνω]] τι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] ἢ ἀνυψῶ, Λατ. resupinare, ἐς πατρὸς [[μόρον]] ἐξυπτιάζων [[ὄμμα]], ἀνυψῶν τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[βλέμμα]] διὰ τὴν τύχην τοῦ πατρὸς [[αὐτοῦ]] (τοῦ Οἰδίποδος), Αἰσχύλ. Θήβ. 577 ([[οὕτως]] ὁ Schütz ἀντὶ [[ὄνομα]], [[ὅπερ]] προφανῶς ὁ ἀντιγραφεὺς ἔγραψεν ἀπατηθεὶς ἐκ τῆς λέξεως τοῦ τοὔνομ’ ἐν τῷ ἀκολούθῳ στίχῳ)˙ σεμνῶς προβαίνων καὶ ἑαυτὸν ἐξυπτιάζων, καὶ κλίνων τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[σῶμα]] [[ὀπίσω]] ὑπερηφάνως, Λουκ. Κατάπλ. 16˙ καὶ ἀπολ. (παραλειπομένου τοῦ ἑαυτόν), ἐξήλαυνον ἐπὶ λευκοῦ ζεύγους, ἐξυπτιάζων, [[περίβλεπτος]] ἅπασι τοῖς ὁρῶσι ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 12˙ πρὸς τὸ [[ἐναντίον]] τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλεῖ 3˙ προῄεις ἐξυπτιάζων ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 21, Κλήμ. Ἀλ. 296: - Οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν, κλίνειν αὐτὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 101. ΙΙ. ἀμεταβ., κάμπτομαι ἢ [[κλίνω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], περὶ τῶν κεράτων τῶν ἱππελάφων, τὰ δὲ κέρατα ἐξυπτιάζοντα ἔχουσι [[μᾶλλον]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> renverser en arrière;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se renverser <i>ou</i> être renversé en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑπτιάζω]]. | |||
}} | }} |