Anonymous

ἑξαετής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑξᾰετής''': -ές, ἢ -έτης, ες, ([[ἔτος]]), ἔχων ἡλικίαν ἓξ ἐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1003: θηλ. ἑξαέτις, ῐδος, Θεόκρ. 14. 33. ΙΙ. ἀποτελούμενος ἐξ ἐτῶν ἕξ, Πλουτ. Πύρρ. 26: - Ἐπίρρ. ἑξάετες, ἐπὶ ἓξ ἔτη, ἐπὶ ἑξαετίαν, ἑξάετες παραμίμνων Ὀδ. Γ. 115. Πρβλ. [[ἑξέτης]].
|lstext='''ἑξᾰετής''': -ές, ἢ -έτης, ες, ([[ἔτος]]), ἔχων ἡλικίαν ἓξ ἐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1003: θηλ. ἑξαέτις, ῐδος, Θεόκρ. 14. 33. ΙΙ. ἀποτελούμενος ἐξ ἐτῶν ἕξ, Πλουτ. Πύρρ. 26: - Ἐπίρρ. ἑξάετες, ἐπὶ ἓξ ἔτη, ἐπὶ ἑξαετίαν, ἑξάετες παραμίμνων Ὀδ. Γ. 115. Πρβλ. [[ἑξέτης]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui dure six ans ; <i>adv.</i> • [[ἑξάετες]] OD pendant six ans.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[ἔτος]].
}}
}}