Anonymous

ἐξοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ἐκβάλλω]] τινὰ ἐκ τῆς ἰδίας [[αὐτοῦ]] οἰκίας, [[ἐκδιώκω]], [[ἐξορίζω]], Ἑστιαίας δὲ ἐξοικίσαντες, αὐτοὶ τὴν γῆν [[ἔσχον]] Θουκ. 1. 114., 7. 76· ἐξῴκησεν με [[γάμος]] οἴκων Εὐρ. Ἑκ. 949· εἰς [[ἄλλην]] χώραν Πλάτ. Νόμοι 928Ε, πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 24· ἐξ. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Πλουτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτ. Σύγκρ. 3. ― Παθ. καὶ Μέσ., [[ἀπέρχομαι]] τῆς πατρίδος μου, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], φροῦδοι... εἰσὶν ἐξῳκισμένοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 197· ἐξῳκίσαντο [[αὐτόθι]] 203· [[καταλείπω]] οἰκίαν ἢ [[ἐργαστήριον]], ἀντίθετον τῷ εἰσοικίζομαι, ἐὰν ὁ μὲν ἐξοικίσηται, εἰς δὲ τὸ αὐτὸ τοῦτο [[ἐργαστήριον]] χαλκεὺς εἰσοικίσηται Αἰσχίν. κ. Τιμάρχ. 1. 38, 5· ἐξ. ἐκ τόπου Πλουτ. Ἀγησ. 15. ΙΙ. ἐκκενῶ τόπον τινὰ ἐκ τῶν κατοίκων [[αὐτοῦ]], Λῆμνον ἀρσένων ἐξῴκισαν Εὐρ. Ἑκ. 887· [[ἐξερημόω]], πόλεις Διον. Ἁλ. 5. 77· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 3.
|lstext='''ἐξοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ἐκβάλλω]] τινὰ ἐκ τῆς ἰδίας [[αὐτοῦ]] οἰκίας, [[ἐκδιώκω]], [[ἐξορίζω]], Ἑστιαίας δὲ ἐξοικίσαντες, αὐτοὶ τὴν γῆν [[ἔσχον]] Θουκ. 1. 114., 7. 76· ἐξῴκησεν με [[γάμος]] οἴκων Εὐρ. Ἑκ. 949· εἰς [[ἄλλην]] χώραν Πλάτ. Νόμοι 928Ε, πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 24· ἐξ. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Πλουτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτ. Σύγκρ. 3. ― Παθ. καὶ Μέσ., [[ἀπέρχομαι]] τῆς πατρίδος μου, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], φροῦδοι... εἰσὶν ἐξῳκισμένοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 197· ἐξῳκίσαντο [[αὐτόθι]] 203· [[καταλείπω]] οἰκίαν ἢ [[ἐργαστήριον]], ἀντίθετον τῷ εἰσοικίζομαι, ἐὰν ὁ μὲν ἐξοικίσηται, εἰς δὲ τὸ αὐτὸ τοῦτο [[ἐργαστήριον]] χαλκεὺς εἰσοικίσηται Αἰσχίν. κ. Τιμάρχ. 1. 38, 5· ἐξ. ἐκ τόπου Πλουτ. Ἀγησ. 15. ΙΙ. ἐκκενῶ τόπον τινὰ ἐκ τῶν κατοίκων [[αὐτοῦ]], Λῆμνον ἀρσένων ἐξῴκισαν Εὐρ. Ἑκ. 887· [[ἐξερημόω]], πόλεις Διον. Ἁλ. 5. 77· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> chasser d’une maison <i>ou</i> d’un pays, bannir;<br /><b>2</b> dépeupler : Λῆμνον ἀρσένων EUR Lemnos de sa population mâle;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξοικίζομαι;<br /><b>1</b> changer de résidence, s’expatrier;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> dépeupler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[οἰκίζω]].
}}
}}