Anonymous

ἐλευθεροστομέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλευθεροστομέω''': ὁμιλῶ ἐλευθέρως, παρρηπάζομαι, [[ἄγαν]] δ’ ἐλευθεροστομεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 182, Εὐρ. Ἀνδρ. 153· πρβλ. [[ἐξελευθερόω]].
|lstext='''ἐλευθεροστομέω''': ὁμιλῶ ἐλευθέρως, παρρηπάζομαι, [[ἄγαν]] δ’ ἐλευθεροστομεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 182, Εὐρ. Ἀνδρ. 153· πρβλ. [[ἐξελευθερόω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />parler en toute liberté, parler franchement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλευθερόστομος]].
}}
}}