Anonymous

ἐπαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰράσσω''': Ἀττ. -άττω, κτυπῶ, [[κρούω]], τὴν θύραν Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐπιπίπτω]] μεθ’ ὁρμῆς, ἕως [[ἄνεμος]] ἐπαράσσει πολὺς Συνέσ. 163Β.
|lstext='''ἐπᾰράσσω''': Ἀττ. -άττω, κτυπῶ, [[κρούω]], τὴν θύραν Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐπιπίπτω]] μεθ’ ὁρμῆς, ἕως [[ἄνεμος]] ἐπαράσσει πολὺς Συνέσ. 163Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπήραξα;<br />pousser violemment.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀράσσω]].
}}
}}