Anonymous

ἐπακουός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰκουός''': -όν, ([[ἐπακούω]]), [[ἀκροατής]], ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα, ἀκροατὴν τῶν διαδικασιῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ [[ἔνθα]] ἐγίνοντο αἱ δίκαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 236˙ ἀλλαχοῦ [[ἐπήκοος]].
|lstext='''ἐπᾰκουός''': -όν, ([[ἐπακούω]]), [[ἀκροατής]], ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα, ἀκροατὴν τῶν διαδικασιῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ [[ἔνθα]] ἐγίνοντο αἱ δίκαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 236˙ ἀλλαχοῦ [[ἐπήκοος]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui prête l’oreile à, qui écoute, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπακούω]].
}}
}}