Anonymous

ἐπεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισέρχομαι''': Ἀποθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., κατορθώνω καὶ [[εἰσέρχομαι]], καὶ τῶν ἐπεισελθόντων τῶν... ἐκ τῶν νεῶν διαφυγόντων Θουκ. 8. 35· ἰδίως, [[εἰσέρχομαι]] εἰς οἰκογένειαν ὡς [[μητρυιά]], Ἡρόδ. 4.154. 2) [[εἰσέρχομαι]] μετά τινα, ὁ αὐτὸς 1. 37· κατόπιν τινὸς Πλάτ. Πρωτ. 316Α· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· τινι Διον. Ἁλ. π. Δημ. 8. 3) [[προσέτι]], [[εἰσέρχομαι]], μετ’ αἰτ., [[ὅστις]] σε γήμας [[ξένος]] ἐπεισελθών πόλιν Εὐρ. Ἴων 813· [[μετὰ]] δοτ., δόμοις [[αὐτόθι]] 851· ἐπεισελθόντες εἰς τό [[χωρίον]] Δημ. 1155. 8· ἐπὶ πραγμάτων, εἰσάγομαι ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς, ἐπ. ἐκ πάσης γῆς τα πάντα Θουκ. 2. 38. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ ἐθίμων, εἰσάγομαι βραδύτερον, Πλούτ. 2. 675ϝ, κτλ. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς τὴν μνήμην τινός, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Β΄, 42, Πλούτ. 2. 585Ε.
|lstext='''ἐπεισέρχομαι''': Ἀποθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., κατορθώνω καὶ [[εἰσέρχομαι]], καὶ τῶν ἐπεισελθόντων τῶν... ἐκ τῶν νεῶν διαφυγόντων Θουκ. 8. 35· ἰδίως, [[εἰσέρχομαι]] εἰς οἰκογένειαν ὡς [[μητρυιά]], Ἡρόδ. 4.154. 2) [[εἰσέρχομαι]] μετά τινα, ὁ αὐτὸς 1. 37· κατόπιν τινὸς Πλάτ. Πρωτ. 316Α· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· τινι Διον. Ἁλ. π. Δημ. 8. 3) [[προσέτι]], [[εἰσέρχομαι]], μετ’ αἰτ., [[ὅστις]] σε γήμας [[ξένος]] ἐπεισελθών πόλιν Εὐρ. Ἴων 813· [[μετὰ]] δοτ., δόμοις [[αὐτόθι]] 851· ἐπεισελθόντες εἰς τό [[χωρίον]] Δημ. 1155. 8· ἐπὶ πραγμάτων, εἰσάγομαι ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς, ἐπ. ἐκ πάσης γῆς τα πάντα Θουκ. 2. 38. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ ἐθίμων, εἰσάγομαι βραδύτερον, Πλούτ. 2. 675ϝ, κτλ. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς τὴν μνήμην τινός, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Β΄, 42, Πλούτ. 2. 585Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> ἐπεισῆλθον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> entrer par surcroît, s’introduire en qualité de nouveau venu : τινι près de qqn;<br /><b>2</b> s’introduire par importation, être importé;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> survenir : τινα, τινι à qqn <i>en parl. d’événements</i>;<br /><b>4</b> s’introduire plus tard <i>en parl. de coutumes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσέρχομαι]].
}}
}}