Anonymous

ἐξιδρύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξιδρύω''': μέλλ. -ύσω ῡ, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, στῆσόν με κἀξίδρυσον, σταμάτησέ με καὶ [[βάλε]] με νὰ καθίσω, Σοφ. Ο. Κ. 11. - Μέσ., [[τηλοῦ]] γὰρ οἴκων βίοτον ἐξιδρυσάμην, ἀποκατέστην, Εὐρ. Ἀποσπ. 877.
|lstext='''ἐξιδρύω''': μέλλ. -ύσω ῡ, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, στῆσόν με κἀξίδρυσον, σταμάτησέ με καὶ [[βάλε]] με νὰ καθίσω, Σοφ. Ο. Κ. 11. - Μέσ., [[τηλοῦ]] γὰρ οἴκων βίοτον ἐξιδρυσάμην, ἀποκατέστην, Εὐρ. Ἀποσπ. 877.
}}
{{bailly
|btext=faire asseoir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἱδρύω]].
}}
}}