Anonymous

ἐπεκχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεκχωρέω''': χωρῶ, βαίνω κατόπιν ἄλλου, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 401, τὸ δεξιόν μὲν πρῶτον εὐτάκτως [[κέρας]] ἠγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ’ ὁ πᾶς [[στόλος]] ἐπεξεχώρει.
|lstext='''ἐπεκχωρέω''': χωρῶ, βαίνω κατόπιν ἄλλου, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 401, τὸ δεξιόν μὲν πρῶτον εὐτάκτως [[κέρας]] ἠγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ’ ὁ πᾶς [[στόλος]] ἐπεξεχώρει.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf. 3ᵉ sg.</i> ἐπεξεχώρει;<br />s’avancer ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐκχωρέω]].
}}
}}