3,274,919
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμβρῑμάομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] μέσ. καὶ παθ. ἀορ., φυσῶ, ῥωθωνίζω, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, «θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 461. 2) ἐπὶ προσώπων δυσφορῶ, δυσανασχετῶ, [[γογγύζω]], Λουκ. Νεκυομ. 20˙ βαθέως συγκινοῦμαι, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 33, 38. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. προσ., προστάττω μετ’ ἐξουσίας, [[παραγγέλλω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 30, κ. Μάρκ. α΄, 43. | |lstext='''ἐμβρῑμάομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] μέσ. καὶ παθ. ἀορ., φυσῶ, ῥωθωνίζω, ἵππους ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας, «θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 461. 2) ἐπὶ προσώπων δυσφορῶ, δυσανασχετῶ, [[γογγύζω]], Λουκ. Νεκυομ. 20˙ βαθέως συγκινοῦμαι, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 33, 38. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. προσ., προστάττω μετ’ ἐξουσίας, [[παραγγέλλω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 30, κ. Μάρκ. α΄, 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br />gronder, frémir, s’irriter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βριμόομαι]]. | |||
}} | }} |