Anonymous

ἐξαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Ἀλλάσσω τι ἐντελῶς ἢ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ [[ἀλλάσσω]], κοινῶς «ἀλλάζω», ἐσθῆτα Εὐρ. Ἑλ. 1297· αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἡμέραις ἄλλ’ ἄλλοτ’ ἐξάλλαξεν, «ὁ γὰρ [[βίος]] ἐν ταῖς ἡμέραις εἰλούμενος, ἀλλοίας καὶ ἀλλοίας ἀπογεννᾷ περιστάσεις» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 3, 30· γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον, μεταπίπτειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3· πλεῖστον ἐξηλλαγμένα πρὸς τὰ ἄλλα, διαφέροντα, [[αὐτόθι]] 4. 4, 14: ― Μεσ., κακοῖσιν [[ὅστις]] μηδὲν ἐξαλλάσσεται, [[ὅστις]] δὲν βλέπει μεταβολήν τινα γινομένην ἐν ταῖς δυστυχίαις [[αὐτοῦ]], Σοφ. Αἴ. 474· ἐξ. τι τινος, ἀνταλλάσσειν τι πρὸς ἕτερον, Διοδ. Ἀποσπ. 558. 2) ἐν τῇ Ρητορ. καὶ παρὰ ποιηταῖς, ἐπὶ ὕφους, [[γίνομαι]] διάφορον τοῦ συνήθους, ἐξαλλάττει γὰρ τὸ εἰωθὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3, πρβλ. 3. 2, 2· σεμνὴ δὲ καὶ ἐξαλλάττουσα τὸ ἰδιωτικὸν (ἡ [[λέξις]]), σεμνὴ δὲ καὶ ἀπέχουσα τοῦ κοινοῦ ἰδιώματος, ὁ αὐτ. Ποιητ. 22, 3· ἐξηλλαγμένον ([[ὄνομα]]) δ’ ἐστίν, [[ὅταν]] τοῦ ὀνομαζομένου τὸ μὲν καταλείπῃ, τὸ δὲ ποιῇ, [[οἷον]] τὸ «δεξιτερὸν κατὰ μαζὸν» ἀντὶ το δεξιὸν [[αὐτόθι]] 21. 20· πρβλ. [[ἐξαλλαγή]]. 3) μετ’ αἰτ. τόπου, [[καταλείπω]] τόπον τινὰ καὶ [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἄλλον, ἐξαλλάξασ’ Εὐρώπαν (Εὐρώταν Barnes) Εὐρ. Ι. Τ. 135. ΙΙ. ἐξαλλάσσειν τι τινός, ἀπομακρύνειν τι ἀπό τινος, προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν ἀεὶ τῶν ἐναντίων τὴν [[ἑαυτοῦ]] γύμνωσιν Θουκ. 5. 71· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐξηλλαγμένος τινός, [[διάφορος]], Ἰσοκρ. 172Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, ἐπὶ εὐνούχων, οἳ ἑνὸς μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς, ἀλλάσσουσι τόσον ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν μορφήν των, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 36· ἡ [[τραγῳδία]] πειρᾶται ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου [[εἶναι]] ἢ μικρὸν ἐξαλλάσσειν, ἢ ὀλίγον ἀπομακρύνεσθαι (τῆς περιόδου ταύτης), ὁ αὐτ. Ποιητ. 5, 8· ἥκω, ἐξαλλάττω [[δεῦρο]] ἀπὸ τῆς νεὼς Φιλόστρ. 666· [[μεταβαίνω]], [[ἐπεὶ]] δὲ ἐς ἄνδρας ἐξαλλάττεις ἤδη, μεταβαίνεις πλέον εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. 118· ― ἀπολ., ἐξαλλάσσουσα [[χάρις]], διαφέρουσα, [[ἀσυνήθης]], [[σπανία]], Εὐρ. Ι. Α. 565. 3) οὐκ Ἰδαίοις ἱστοῖς κερκίδα δινεύουσ’ ἐξαλλάξω, δὲν θὰ κινῶ πλέον ἐμπρὸς καὶ [[ὀπίσω]] τὴν κερκίδα (κοιν. «σαΐτα») πέμπουσα αὐτὴν ἐκ τῆς μιᾶς χειρὸς εἰς τὴν [[ἄλλην]], ὅ ἐστι δὲν θὰ [[ὑφαίνω]] πλέον, Εὐρ. Τρῳ. 200· ἐξ. δρόμον, [[ἀλλάσσω]] δρόμον, Ξεν. Κυν. 10, 7· ποίαν, ταύταν ἢ τάνδ’, ἐξαλλάξω...; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶ, ταύτην ἢ ἐκείνην; Εὐρ. Ἑκ. 1061· πρβλ. [[ἐξαμείβω]]. 4) = [[τέρπω]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 205 (Ζωναρᾶς σ. 767), πρβλ. [[ἐξάλλαγμα]], καὶ ἴδε Sturz Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 39.
|lstext='''ἐξαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Ἀλλάσσω τι ἐντελῶς ἢ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ [[ἀλλάσσω]], κοινῶς «ἀλλάζω», ἐσθῆτα Εὐρ. Ἑλ. 1297· αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἡμέραις ἄλλ’ ἄλλοτ’ ἐξάλλαξεν, «ὁ γὰρ [[βίος]] ἐν ταῖς ἡμέραις εἰλούμενος, ἀλλοίας καὶ ἀλλοίας ἀπογεννᾷ περιστάσεις» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 3, 30· γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον, μεταπίπτειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3· πλεῖστον ἐξηλλαγμένα πρὸς τὰ ἄλλα, διαφέροντα, [[αὐτόθι]] 4. 4, 14: ― Μεσ., κακοῖσιν [[ὅστις]] μηδὲν ἐξαλλάσσεται, [[ὅστις]] δὲν βλέπει μεταβολήν τινα γινομένην ἐν ταῖς δυστυχίαις [[αὐτοῦ]], Σοφ. Αἴ. 474· ἐξ. τι τινος, ἀνταλλάσσειν τι πρὸς ἕτερον, Διοδ. Ἀποσπ. 558. 2) ἐν τῇ Ρητορ. καὶ παρὰ ποιηταῖς, ἐπὶ ὕφους, [[γίνομαι]] διάφορον τοῦ συνήθους, ἐξαλλάττει γὰρ τὸ εἰωθὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3, πρβλ. 3. 2, 2· σεμνὴ δὲ καὶ ἐξαλλάττουσα τὸ ἰδιωτικὸν (ἡ [[λέξις]]), σεμνὴ δὲ καὶ ἀπέχουσα τοῦ κοινοῦ ἰδιώματος, ὁ αὐτ. Ποιητ. 22, 3· ἐξηλλαγμένον ([[ὄνομα]]) δ’ ἐστίν, [[ὅταν]] τοῦ ὀνομαζομένου τὸ μὲν καταλείπῃ, τὸ δὲ ποιῇ, [[οἷον]] τὸ «δεξιτερὸν κατὰ μαζὸν» ἀντὶ το δεξιὸν [[αὐτόθι]] 21. 20· πρβλ. [[ἐξαλλαγή]]. 3) μετ’ αἰτ. τόπου, [[καταλείπω]] τόπον τινὰ καὶ [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἄλλον, ἐξαλλάξασ’ Εὐρώπαν (Εὐρώταν Barnes) Εὐρ. Ι. Τ. 135. ΙΙ. ἐξαλλάσσειν τι τινός, ἀπομακρύνειν τι ἀπό τινος, προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν ἀεὶ τῶν ἐναντίων τὴν [[ἑαυτοῦ]] γύμνωσιν Θουκ. 5. 71· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐξηλλαγμένος τινός, [[διάφορος]], Ἰσοκρ. 172Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, ἐπὶ εὐνούχων, οἳ ἑνὸς μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς, ἀλλάσσουσι τόσον ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν μορφήν των, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 36· ἡ [[τραγῳδία]] πειρᾶται ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου [[εἶναι]] ἢ μικρὸν ἐξαλλάσσειν, ἢ ὀλίγον ἀπομακρύνεσθαι (τῆς περιόδου ταύτης), ὁ αὐτ. Ποιητ. 5, 8· ἥκω, ἐξαλλάττω [[δεῦρο]] ἀπὸ τῆς νεὼς Φιλόστρ. 666· [[μεταβαίνω]], [[ἐπεὶ]] δὲ ἐς ἄνδρας ἐξαλλάττεις ἤδη, μεταβαίνεις πλέον εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. 118· ― ἀπολ., ἐξαλλάσσουσα [[χάρις]], διαφέρουσα, [[ἀσυνήθης]], [[σπανία]], Εὐρ. Ι. Α. 565. 3) οὐκ Ἰδαίοις ἱστοῖς κερκίδα δινεύουσ’ ἐξαλλάξω, δὲν θὰ κινῶ πλέον ἐμπρὸς καὶ [[ὀπίσω]] τὴν κερκίδα (κοιν. «σαΐτα») πέμπουσα αὐτὴν ἐκ τῆς μιᾶς χειρὸς εἰς τὴν [[ἄλλην]], ὅ ἐστι δὲν θὰ [[ὑφαίνω]] πλέον, Εὐρ. Τρῳ. 200· ἐξ. δρόμον, [[ἀλλάσσω]] δρόμον, Ξεν. Κυν. 10, 7· ποίαν, ταύταν ἢ τάνδ’, ἐξαλλάξω...; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶ, ταύτην ἢ ἐκείνην; Εὐρ. Ἑκ. 1061· πρβλ. [[ἐξαμείβω]]. 4) = [[τέρπω]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 205 (Ζωναρᾶς σ. 767), πρβλ. [[ἐξάλλαγμα]], καὶ ἴδε Sturz Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 39.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐξαλλάξω, <i>ao.</i> ἐξήλλαξα, <i>pf.</i> ἐξήλλαχα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> échanger, changer : κακοῖσιν [[ὅστις]] μηδὲν ἐξαλλάσεται SOPH celui qui ne voit aucun changement se produire dans ses infortunes;<br /><b>2</b> changer (de pays) : [[ἐξ]]. Εὐρώπαν EUR quitter l’Europe ; <i>abs.</i> changer de direction : ποίαν (<i>s.e.</i> ὁδόν) ἐξαλλάξω ; EUR de quel côté me tourner ?;<br /><b>3</b> changer un usage : [[ἐξ]]. τὸ εἰωθός ARSTT changer l’usage habituel d’un mot, d’une locution, <i>càd</i> se servir d’un mot, d’une locution en un sens non habituel ; <i>part. pf. Pass.</i> ἐξηλλαγμένος différent;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> être changé, différent ; se distinguer : ἐξαλλάσσουσα [[χάρις]] EUR faveur rare, éclatante.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀλλάσσω]].
}}
}}