Anonymous

ἔξωρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξωρος''': -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, [[ἀνάρμοστος]], [[ἀπρεπής]], [[μανθάνω]] δ’ [[ὁθούνεκα]] ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον [[νεαρός]], οὐτοσὶ δὲ [[ἔξωρος]] ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, [[καίπερ]] ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· [[μετὰ]] γεν., ὁ μὴ δυνάμενος [[ἕνεκα]] τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας [[αὐτοῦ]] ν’ ἀπολαύσῃ τινός, [[γέρων]] ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος [[ἔξωρος]] Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν».
|lstext='''ἔξωρος''': -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, [[ἀνάρμοστος]], [[ἀπρεπής]], [[μανθάνω]] δ’ [[ὁθούνεκα]] ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον [[νεαρός]], οὐτοσὶ δὲ [[ἔξωρος]] ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, [[καίπερ]] ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· [[μετὰ]] γεν., ὁ μὴ δυνάμενος [[ἕνεκα]] τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας [[αὐτοῦ]] ν’ ἀπολαύσῃ τινός, [[γέρων]] ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος [[ἔξωρος]] Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’est pas de saison, intempestif, déplacé;<br /><b>2</b> qui n’est plus de saison, vieux, suranné ; avec le gén., qui a passé l’âge de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὥρα]].
}}
}}