Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαραρίσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαραρίσκω''': μέλλ. ἐπάρσω: ἀόρ. β΄ -ήρᾰρον, ἀόρ. α΄ ἐπῆρσα. Προσαρμόζω εἴς τι ἢ ἐπί τινος, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, «τοῖς παραστάσιν ἐφήρμοσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 167· ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 50. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ Ἰων. πρκμ. ἐπάρηρα, ὑπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι [[καλῶς]] ἢ ἀκριβῶς, μία δὲ κληΐς ἐπᾰρήρει, «ἐφηρμόζετο, ἐπέκειτο», Ἰλ. Μ. 456· μετοχ. ἐπαρηρώς, -υῖα, -ός, [[καλῶς]] ἡρμοσμένος, ἐστηριγμένος, ποσσὶν ἐπαρηρὼς Ἄρατ. 83· [[ὡσαύτως]] [[ἐπάρμενος]], -η, -ον, Ἐπικ. συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ., [[καλῶς]] προσηρμοσμένος, [[καλῶς]] παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 599, 625.
|lstext='''ἐπαραρίσκω''': μέλλ. ἐπάρσω: ἀόρ. β΄ -ήρᾰρον, ἀόρ. α΄ ἐπῆρσα. Προσαρμόζω εἴς τι ἢ ἐπί τινος, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, «τοῖς παραστάσιν ἐφήρμοσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 167· ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 50. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ Ἰων. πρκμ. ἐπάρηρα, ὑπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι [[καλῶς]] ἢ ἀκριβῶς, μία δὲ κληΐς ἐπᾰρήρει, «ἐφηρμόζετο, ἐπέκειτο», Ἰλ. Μ. 456· μετοχ. ἐπαρηρώς, -υῖα, -ός, [[καλῶς]] ἡρμοσμένος, ἐστηριγμένος, ποσσὶν ἐπαρηρὼς Ἄρατ. 83· [[ὡσαύτως]] [[ἐπάρμενος]], -η, -ον, Ἐπικ. συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ., [[καλῶς]] προσηρμοσμένος, [[καλῶς]] παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 599, 625.
}}
{{bailly
|btext=<i>prés. inus, auquel on rattache qqf les formes d’ao.</i> [[ἐπῆρσα]], <i>de pf.</i> ἐπάρησα <i>et d’ao.2 Moy. sync.</i> [[ἐπάρμενος]];<br /><b>1</b> <i>tr.</i> ajuster <i>ou</i> fixer à <i>ou</i> sur : [[τί]] τινι une chose à <i>ou</i> sur une autre;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf., au pqp. 3ᵉ sg.</i> ἐπαρήρει <i>et au part. ao.2 Moy. poét.</i> [[ἐπάρμενος]]) être bien ajusté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀραρίσκω]].
}}
}}