Anonymous

ἐντρέφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντρέφω''': μέλλ. ἐνθρέψω, = [[τρέφω]] ἐν..., [[ἀνατρέφω]], δώρημ’ Ἀθάνας, ἣ τέκν’ ἐντρέφειν λέγει; Εὐρ. Ἴων 1428· ἐνιθρέψασ’ ὀροδάμνοις βότρυας Ἀνθ. Π. 9. 231· - [[ὡσαύτως]] ἐν μέσῳ τύπῳ, φυτὰ ἐνθρέψασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 779, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλούτ. 2. 38Β. - Παθ., ἀνατρέφομαι ἔν τινι, γυμνάσια οἷσιν ἐνετράφην Εὐρ. Φοίν. 368· νόμοις Πλάτ. Νόμ. 798Α· μουσικῇ, ὅπλοις, κτλ., Πλούτ., ἴδε Wytt. 2. 32Ε· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἕξεων, συνηθειῶν, κτλ., εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐντραφήσεσθαι (διάφ. γραφ. ἐγγενήσεσθαι καὶ ἐγγραφήσεσθαι) ἀνθρώποις, νὰ καταστῶσι φυσικαὶ εἰς αὐτούς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52· ἐν Ἰλ. Τ. 326 ὁ Wolf. ἀναγινώσκει [[διῃρημένως]], ἔνι τρέφεται, καὶ ἡ γραφὴ αὕτη ἐπικρατεῖ νῦν ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι.
|lstext='''ἐντρέφω''': μέλλ. ἐνθρέψω, = [[τρέφω]] ἐν..., [[ἀνατρέφω]], δώρημ’ Ἀθάνας, ἣ τέκν’ ἐντρέφειν λέγει; Εὐρ. Ἴων 1428· ἐνιθρέψασ’ ὀροδάμνοις βότρυας Ἀνθ. Π. 9. 231· - [[ὡσαύτως]] ἐν μέσῳ τύπῳ, φυτὰ ἐνθρέψασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 779, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλούτ. 2. 38Β. - Παθ., ἀνατρέφομαι ἔν τινι, γυμνάσια οἷσιν ἐνετράφην Εὐρ. Φοίν. 368· νόμοις Πλάτ. Νόμ. 798Α· μουσικῇ, ὅπλοις, κτλ., Πλούτ., ἴδε Wytt. 2. 32Ε· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἕξεων, συνηθειῶν, κτλ., εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐντραφήσεσθαι (διάφ. γραφ. ἐγγενήσεσθαι καὶ ἐγγραφήσεσθαι) ἀνθρώποις, νὰ καταστῶσι φυσικαὶ εἰς αὐτούς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52· ἐν Ἰλ. Τ. 326 ὁ Wolf. ἀναγινώσκει [[διῃρημένως]], ἔνι τρέφεται, καὶ ἡ γραφὴ αὕτη ἐπικρατεῖ νῦν ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐνθρέψω;<br />nourrir dans ; <i>Pass.</i> être nourri <i>ou</i> élevé dans (les gymnases, dans certaines habitudes) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τρέφω]].
}}
}}