3,277,206
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπερύω''': Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω ῠ, [[ἕλκω]], [[σύρω]] πρὸς ἐμαυτὸν, θύρην δ’ ἐπέρυσσε κορώνῃ, «ἐφειλκύσατο, ἐπεσπάσατο» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 441· ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες, ἀναβιβάσαντες, «στήσαντες» (Σχόλ.), δηλ. ἐπὶ τοῦ τύμβου, Μ. 14· ἐπειρύσσασα παρειὰς κύσσε ποτισχομένη, «περιλαβοῦσα καὶ ἁπτομένη» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 149.- Μέσ., [[σύρω]] τι [[ἐπάνω]] μου καὶ σκεπάζομαι, ἐπειρυσάμενον δὲ τὴν λεοντῆν κατυπνῶσαι, περὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἡρόδ. 4. 8. | |lstext='''ἐπερύω''': Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω ῠ, [[ἕλκω]], [[σύρω]] πρὸς ἐμαυτὸν, θύρην δ’ ἐπέρυσσε κορώνῃ, «ἐφειλκύσατο, ἐπεσπάσατο» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 441· ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες, ἀναβιβάσαντες, «στήσαντες» (Σχόλ.), δηλ. ἐπὶ τοῦ τύμβου, Μ. 14· ἐπειρύσσασα παρειὰς κύσσε ποτισχομένη, «περιλαβοῦσα καὶ ἁπτομένη» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 149.- Μέσ., [[σύρω]] τι [[ἐπάνω]] μου καὶ σκεπάζομαι, ἐπειρυσάμενον δὲ τὴν λεοντῆν κατυπνῶσαι, περὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἡρόδ. 4. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg. poét.</i> ἐπέρυσε;<br />tirer à soi;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπερύομαι (<i>ao. part. ion.</i> ἐπειρυσσάμενος) tirer sur soi, ajuster sur soi, revêtir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρύω]]. | |||
}} | }} |