Anonymous

ἐπηγκενίδες: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπηγκενίδες''': ῐ, αἱ, ἐν Ὀδ. Ε. 253, αἱ μακραὶ σανίδες αἱ προσηρμοσμέναι ἐπὶ τῶν πλευρῶν τοῦ πλοίου· «[[ἐπηγκενίδες]], σανίδες ἐκ πρῴρας εἰς πρύμναν τεταμέναι... ἔστι δὲ ἐπηγκενὶς ἢ καθ’ ἣν οἱ σκαλμοὶ πήγνυνται, ἢ [[ὅπερ]] κοινῶς περίτονον λέγεται παρὰ τὸ [[διόλου]] τείνεσθαι» κτλ. (Εὐστ.), πρβλ. Ἡσύχ. καὶ ἴδε τὰς λέξ. σταμὶν καὶ ἵκριον. (Πιθ. ἐκ τοῦ ἐνεγκεῖν, [[ἠνεκής]]).
|lstext='''ἐπηγκενίδες''': ῐ, αἱ, ἐν Ὀδ. Ε. 253, αἱ μακραὶ σανίδες αἱ προσηρμοσμέναι ἐπὶ τῶν πλευρῶν τοῦ πλοίου· «[[ἐπηγκενίδες]], σανίδες ἐκ πρῴρας εἰς πρύμναν τεταμέναι... ἔστι δὲ ἐπηγκενὶς ἢ καθ’ ἣν οἱ σκαλμοὶ πήγνυνται, ἢ [[ὅπερ]] κοινῶς περίτονον λέγεται παρὰ τὸ [[διόλου]] τείνεσθαι» κτλ. (Εὐστ.), πρβλ. Ἡσύχ. καὶ ἴδε τὰς λέξ. σταμὶν καὶ ἵκριον. (Πιθ. ἐκ τοῦ ἐνεγκεῖν, [[ἠνεκής]]).
}}
{{bailly
|btext=ων ([[αἱ]]) :<br />bordage, planches qui forment les flancs du navire de la proue à la poupe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐν]], [[κενός]].
}}
}}