Anonymous

ἐπανισόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανισόω''': [[ἀνισόω]], ἐξισώνω, ἐβούλετο (ὁ Τισσαφέρνης) ἐπανισοῦν τοὺς Ἕλληνας πρὸς ἀλλήλους, ἐβούλετο ἔχειν τοὺς Ἕλληνας ἴσους πρὸς ἀλλήλους κατὰ τὴν δύναμιν, Θουκ. 8. 57· ἐπ. τὰ μέτρα Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 15· ἀπολ., καθιστῶ τι ἴσον πρὸς [[ἄλλο]] διά τινος τρόπου, καὶ [[τἆλλα]] [[οὕτως]] ἐπανισῶν ἔνεμε Πλάτ. Πρωτ. 321Α. ‒ Παθ., [[γίνομαι]] [[ἴσος]], τινι ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 745D.
|lstext='''ἐπανισόω''': [[ἀνισόω]], ἐξισώνω, ἐβούλετο (ὁ Τισσαφέρνης) ἐπανισοῦν τοὺς Ἕλληνας πρὸς ἀλλήλους, ἐβούλετο ἔχειν τοὺς Ἕλληνας ἴσους πρὸς ἀλλήλους κατὰ τὴν δύναμιν, Θουκ. 8. 57· ἐπ. τὰ μέτρα Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 15· ἀπολ., καθιστῶ τι ἴσον πρὸς [[ἄλλο]] διά τινος τρόπου, καὶ [[τἆλλα]] [[οὕτως]] ἐπανισῶν ἔνεμε Πλάτ. Πρωτ. 321Α. ‒ Παθ., [[γίνομαι]] [[ἴσος]], τινι ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 745D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐπανίσωσα;<br />égaliser complètement, rendre tout à fait égal.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνισόω]].
}}
}}