Anonymous

ἐπεισρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισρέω''': μέλλ. -ρεύσομαι, [[εἰσρέω]] ὑπεράνωθέν τινος, ὡς [[ὅταν]] ἡ [[θάλασσα]] ὁρμᾷ κατὰ τῶν πλευρῶν πλοίου καὶ εἰσρέῃ εἰς αὐτὸ [[ὑπεράνωθεν]] αὐτῶν, καὶ τὴν μὲν ἐξηντλοῦμεν, ἡ δ’ ἐπεισρέει Ποιητ. παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. 3, ἐν τέλει· [[οἷον]] ἐκ πηγῆς τῆς Νουμᾶ σοφίας τῶν καλῶν καὶ δικαίων ἐπεισρεόντων εἰς ἅπαντας Πλουτ. Νουμ. 20, Λουκ. Ἀλέξ. 49, Ἀθήν. 156Ε.
|lstext='''ἐπεισρέω''': μέλλ. -ρεύσομαι, [[εἰσρέω]] ὑπεράνωθέν τινος, ὡς [[ὅταν]] ἡ [[θάλασσα]] ὁρμᾷ κατὰ τῶν πλευρῶν πλοίου καὶ εἰσρέῃ εἰς αὐτὸ [[ὑπεράνωθεν]] αὐτῶν, καὶ τὴν μὲν ἐξηντλοῦμεν, ἡ δ’ ἐπεισρέει Ποιητ. παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. 3, ἐν τέλει· [[οἷον]] ἐκ πηγῆς τῆς Νουμᾶ σοφίας τῶν καλῶν καὶ δικαίων ἐπεισρεόντων εἰς ἅπαντας Πλουτ. Νουμ. 20, Λουκ. Ἀλέξ. 49, Ἀθήν. 156Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />couler en outre dans <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσρέω]].
}}
}}