Anonymous

ἐξανάλωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξανάλωσις''': -εως, ἡ, ἐντελὴς [[ἀνάλωσις]], τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν Πλουτ. Μάρκελλ. 24.
|lstext='''ἐξανάλωσις''': -εως, ἡ, ἐντελὴς [[ἀνάλωσις]], τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν Πλουτ. Μάρκελλ. 24.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de perdre, de ruiner complètement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀναλίσκω]].
}}
}}