Anonymous

ἔμφρουρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμφρουρος''': -ον, ὁ φρουρῶν ἐν τόπῳ τινί· οἱ ἔμφρουροι, ἡ [[φρουρά]], Ξεν. Ἑλλην. 1. 6, 13: ὑποχρεωμένος εἰς χρέη φρουρᾶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄφρουρος]], Schneid. Ξεν. Λακ. 5. 7. ΙΙ. παθ., ὁ ὑπὸ φρουράν, πόλεις ἐμφρούρους ποιεῖ Δημ. 289. 10, Πολύβ. 2. 41, 10, κτλ. ΙΙΙ. ἐγκεκλειμένος ἔν τινι, ἔμφρουροι τῷ ταύρῳ Φαλάριδος Ἐπιστ. 13, σ. 78, 58 Lenn.· [[οἷον]] ἔμφ., ὑπὸ τήρησιν, ὡς ἐν φυλακῇ, Λογγῖν. 44. 4.
|lstext='''ἔμφρουρος''': -ον, ὁ φρουρῶν ἐν τόπῳ τινί· οἱ ἔμφρουροι, ἡ [[φρουρά]], Ξεν. Ἑλλην. 1. 6, 13: ὑποχρεωμένος εἰς χρέη φρουρᾶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄφρουρος]], Schneid. Ξεν. Λακ. 5. 7. ΙΙ. παθ., ὁ ὑπὸ φρουράν, πόλεις ἐμφρούρους ποιεῖ Δημ. 289. 10, Πολύβ. 2. 41, 10, κτλ. ΙΙΙ. ἐγκεκλειμένος ἔν τινι, ἔμφρουροι τῷ ταύρῳ Φαλάριδος Ἐπιστ. 13, σ. 78, 58 Lenn.· [[οἷον]] ἔμφ., ὑπὸ τήρησιν, ὡς ἐν φυλακῇ, Λογγῖν. 44. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui tient garnison : [[οἱ]] ἔμφρουροι XÉN garnison;<br /><b>2</b> propre au service de garde;<br /><b>II.</b> muni d’une garnison.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φρουρά]].
}}
}}