Anonymous

ἐπεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεργάζομαι''': [[ἐργάζομαι]], καλλιεργῶ παρανόμως γῆν μὴ ἀνήκουσαν εἰς ἐμέ, ὃς δ’ ἂν ἐπεργάζηται τὰ τοῦ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους, κτλ., Πλάτ. Νόμοι 843C. 2) ἰδίως ἐπὶ ἱεροῦ ἐδάφους, [[οἷον]] τὸ Κρισαῖον, Αἰσχίν. 69. 28, πρβλ. Λυσ. 110. 25· ἀποτινέτω δὲ [[ὅτις]] κα ληφθῇ ἐπιεργαζόμενος… στατῆρας Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16, ἴδε τὴν λέξιν [[ἐπεργασία]]. 3) [[καθόλου]], γεωργῶ, καλλιεργῶ, διάφ. γρ. ἐν Λουκ. Τίμ. (37) ἀντὶ [[ἐργάζομαι]]. ΙΙ. πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ., ἐπείργασται δὲ τῷ χαλκῷ πολλὰ… τῶν ἄθλων Ἡρακλέους, [[εἶναι]] ἐγκεκολαμμένα ἐπὶ τοῦ χαλκοῦ, κτλ., Παυσ. 3. 17, 3, πρβλ. 8. 31, 1.
|lstext='''ἐπεργάζομαι''': [[ἐργάζομαι]], καλλιεργῶ παρανόμως γῆν μὴ ἀνήκουσαν εἰς ἐμέ, ὃς δ’ ἂν ἐπεργάζηται τὰ τοῦ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους, κτλ., Πλάτ. Νόμοι 843C. 2) ἰδίως ἐπὶ ἱεροῦ ἐδάφους, [[οἷον]] τὸ Κρισαῖον, Αἰσχίν. 69. 28, πρβλ. Λυσ. 110. 25· ἀποτινέτω δὲ [[ὅτις]] κα ληφθῇ ἐπιεργαζόμενος… στατῆρας Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16, ἴδε τὴν λέξιν [[ἐπεργασία]]. 3) [[καθόλου]], γεωργῶ, καλλιεργῶ, διάφ. γρ. ἐν Λουκ. Τίμ. (37) ἀντὶ [[ἐργάζομαι]]. ΙΙ. πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασ., ἐπείργασται δὲ τῷ χαλκῷ πολλὰ… τῶν ἄθλων Ἡρακλέους, [[εἶναι]] ἐγκεκολαμμένα ἐπὶ τοῦ χαλκοῦ, κτλ., Παυσ. 3. 17, 3, πρβλ. 8. 31, 1.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> travailler par-dessus <i>ou</i> au-delà, <i>càd</i> cultiver le terrain d’autrui, empiéter sur, acc.;<br /><b>2</b> cultiver <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐργάζομαι]].
}}
}}