Anonymous

ἐπίκλησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίκλησις''': -εως, ἡ, (ἐπικαλέω) ἐπώνυμον, πρόσθετον [[ὄνομα]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατ’ αἰτ. ἀπολ., ὡς τὸ [[ἐπίκλην]], καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τοῦ [[καλέω]], ὡς, Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσι, ὡς ἐπονομάζουσιν αὐτὸν οἱ Τρῶες δι’ ἐπωνύμου (ἐνῷ τὸ κύριον [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο Σκαμάνδριος), Ἰλ. Χ. 506· Ἄρκτος, ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, «ἣν καὶ ἅμαξαν κατ’ ἐπωνυμίαν καλοῦσιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 487, Ὀδ. Ε. 273, πρβλ. Ἰλ. Η. 138, Χ. 9· Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν... τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι [[ἔργον]], ἐπωνόμασεν αὐτοὺς Τιτᾶνας ὡς τείνοντας τὰς χεῖρας καὶ προσπαθοῦντας νὰ πράξωσι βίαιον [[ἔργον]] (ἕτεροι [[ὅμως]] ἄλλως ἑρμηνεύουσι τὸ [[χωρίον]] τοῦτο· ἀλλ’ ἴδε Μ. Ἐτυμολ. 760. 40), Ἡσ. Θ. 207· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ἐπίκλησιν δὲ ἡ [[κρήνη]] ἐπικαλέεται Ἡλίου 4. 181· Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1. 19· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] σημαίνει, κατ’ [[ὄνομα]] μόνον, ὀνόματι, Μενέσθιος... ὃν [[τέκε]] Πηλῆος [[θυγάτηρ]] καλὴ Πολυδώρη, Σπερχειῷ... εὐνηθεῖσα, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ... ὃς ῥ’ ἀναφανδὸν ὄπυιε, ὃν ἔτεκεν ἡ τοῦ Πηλέως [[θυγάτηρ]] ἡ εὐειδὴς Πολυδώρη τῷ Σπερχειῷ συμμιγεῖσα, κατ’ [[ὄνομα]] δὲ τῷ Βώρῳ, ὃς φανερῶς αὐτὴν ἀνέβαινεν, Ἰλ. Π. 177· τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν [[υἱόν]], κατ’ ἐπίκλησιν, οὐχὶ δὲ πράγματι, Ἡρόδ. 1. 114· οὕτω, Καλλιόπης καὶ Οἰάγρου, κατ’ ἐπίκλησιν δὲ Ἀπόλλωνος Λίνος Ἀπολλόδ. 1. 3, 2. 2) μεθ’ Ὅμηρον κατ’ ὀνομαστικήν, ἐπώνυμον, [[ὄνομα]], ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ [[πάνυ]] οὐδὲ [[εἶναι]] ἡ [[ἐπίκλησις]] αὕτη Θουκ. 1. 3, κτλ. 3) ἐπὶ δυσφημίας, κακὸν ἐπώνυμον ἢ [[ὄνομα]], πόλει δὲ τῇ πάσῃ τὴν αἰσχίστην ἐπίκλησιν ὁ αὐτ. 7. 68· ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς [[εἶναι]] Ξεν. Λακ. 9, 4· πρβλ. [[ἐπίκλημα]]. 4) [[ὄνομα]], [[τίτλος]], Δίων Κ. 37. 6, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐπικαλεῖσθαι, Ἀφροδίτης Λουκ. π. Ὀρχ. 11· δαιμόνων Δίων Κ. 78. 4· ― τὸ ἐπικαλεῖσθαι βοήθειαν, Διον. Ἁλ. 5. 21· τὸ Ρωμαϊκὸν appelatio, [[ἔφεσις]] εἰς τοὺς δημάρχους, Πλουτ. Μάρκελλ. 2, Κάτων Νεώτ. 33, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· ἡ [[ἐπίκλησις]] παρ’ Ἀττικοῖς», καὶ «ἐπίκλη· ἡ [[ἐπωνυμία]]».
|lstext='''ἐπίκλησις''': -εως, ἡ, (ἐπικαλέω) ἐπώνυμον, πρόσθετον [[ὄνομα]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατ’ αἰτ. ἀπολ., ὡς τὸ [[ἐπίκλην]], καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τοῦ [[καλέω]], ὡς, Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσι, ὡς ἐπονομάζουσιν αὐτὸν οἱ Τρῶες δι’ ἐπωνύμου (ἐνῷ τὸ κύριον [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο Σκαμάνδριος), Ἰλ. Χ. 506· Ἄρκτος, ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, «ἣν καὶ ἅμαξαν κατ’ ἐπωνυμίαν καλοῦσιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 487, Ὀδ. Ε. 273, πρβλ. Ἰλ. Η. 138, Χ. 9· Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν... τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι [[ἔργον]], ἐπωνόμασεν αὐτοὺς Τιτᾶνας ὡς τείνοντας τὰς χεῖρας καὶ προσπαθοῦντας νὰ πράξωσι βίαιον [[ἔργον]] (ἕτεροι [[ὅμως]] ἄλλως ἑρμηνεύουσι τὸ [[χωρίον]] τοῦτο· ἀλλ’ ἴδε Μ. Ἐτυμολ. 760. 40), Ἡσ. Θ. 207· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ἐπίκλησιν δὲ ἡ [[κρήνη]] ἐπικαλέεται Ἡλίου 4. 181· Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1. 19· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] σημαίνει, κατ’ [[ὄνομα]] μόνον, ὀνόματι, Μενέσθιος... ὃν [[τέκε]] Πηλῆος [[θυγάτηρ]] καλὴ Πολυδώρη, Σπερχειῷ... εὐνηθεῖσα, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ... ὃς ῥ’ ἀναφανδὸν ὄπυιε, ὃν ἔτεκεν ἡ τοῦ Πηλέως [[θυγάτηρ]] ἡ εὐειδὴς Πολυδώρη τῷ Σπερχειῷ συμμιγεῖσα, κατ’ [[ὄνομα]] δὲ τῷ Βώρῳ, ὃς φανερῶς αὐτὴν ἀνέβαινεν, Ἰλ. Π. 177· τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν [[υἱόν]], κατ’ ἐπίκλησιν, οὐχὶ δὲ πράγματι, Ἡρόδ. 1. 114· οὕτω, Καλλιόπης καὶ Οἰάγρου, κατ’ ἐπίκλησιν δὲ Ἀπόλλωνος Λίνος Ἀπολλόδ. 1. 3, 2. 2) μεθ’ Ὅμηρον κατ’ ὀνομαστικήν, ἐπώνυμον, [[ὄνομα]], ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ [[πάνυ]] οὐδὲ [[εἶναι]] ἡ [[ἐπίκλησις]] αὕτη Θουκ. 1. 3, κτλ. 3) ἐπὶ δυσφημίας, κακὸν ἐπώνυμον ἢ [[ὄνομα]], πόλει δὲ τῇ πάσῃ τὴν αἰσχίστην ἐπίκλησιν ὁ αὐτ. 7. 68· ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς [[εἶναι]] Ξεν. Λακ. 9, 4· πρβλ. [[ἐπίκλημα]]. 4) [[ὄνομα]], [[τίτλος]], Δίων Κ. 37. 6, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐπικαλεῖσθαι, Ἀφροδίτης Λουκ. π. Ὀρχ. 11· δαιμόνων Δίων Κ. 78. 4· ― τὸ ἐπικαλεῖσθαι βοήθειαν, Διον. Ἁλ. 5. 21· τὸ Ρωμαϊκὸν appelatio, [[ἔφεσις]] εἰς τοὺς δημάρχους, Πλουτ. Μάρκελλ. 2, Κάτων Νεώτ. 33, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· ἡ [[ἐπίκλησις]] παρ’ Ἀττικοῖς», καὶ «ἐπίκλη· ἡ [[ἐπωνυμία]]».
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> nom ajouté <i>ou</i> substitué à un autre :<br /><b>1</b> surnom;<br /><b>2</b> nom ; <i>abs.</i> ἐπίκλησιν selon le nom qu’on lui donne, <i>ou</i> qqf en nom, nominalement;<br /><b>II.</b> action d’en appeler à :<br /><b>1</b> invocation;<br /><b>2</b> instance en appel devant un tribunal;<br /><b>III.</b> accusation ; mauvaise réputation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικαλέω]].
}}
}}