Anonymous

ἐπινωμάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινωμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κατευθύνω]] τὰ βήματά μου [[πρός]] τινα, [[πλησιάζω]] πρὸς αὐτόν, [[οὐδέ]] τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν Σοφ. Φ. 168· παρατηρῶ, [[προσβλέπω]] τι, σώματα... ὀμμάτων αὐγαῖς ἐπενώμας Εὐρ. Φοίν. 1564. ΙΙ. [[διανέμω]], διαμοιράζω, [[λάχη]] τὰ κατ’ ἀνθρώπους Αἰσχύλ. Εὐμ. 311· κλήρους ὁ αὐτ. Θήβ. 729, πρβλ. Ἀγ. 781, Σοφ. Ἀντ. 139.
|lstext='''ἐπινωμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κατευθύνω]] τὰ βήματά μου [[πρός]] τινα, [[πλησιάζω]] πρὸς αὐτόν, [[οὐδέ]] τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν Σοφ. Φ. 168· παρατηρῶ, [[προσβλέπω]] τι, σώματα... ὀμμάτων αὐγαῖς ἐπενώμας Εὐρ. Φοίν. 1564. ΙΙ. [[διανέμω]], διαμοιράζω, [[λάχη]] τὰ κατ’ ἀνθρώπους Αἰσχύλ. Εὐμ. 311· κλήρους ὁ αὐτ. Θήβ. 729, πρβλ. Ἀγ. 781, Σοφ. Ἀντ. 139.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> distribuer, partager, répartir;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νωμάω]].
}}
}}