Anonymous

ἐπίξυνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίξῡνος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ἐπίκοινος]], ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ, «κοινοὺς τοὺς ὅρους ἐχούσῃ» (θ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 442· πρβλ. [[ἐπινομία]].
|lstext='''ἐπίξῡνος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ἐπίκοινος]], ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ, «κοινοὺς τοὺς ὅρους ἐχούσῃ» (θ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 442· πρβλ. [[ἐπινομία]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />possédé en commun.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ξυνός]].
}}
}}