Anonymous

ἐπιλήπτωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιλήπτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ ἐπιτιμῶν, [[ἐπιτιμητής]], [[ψέκτης]], Ζήνωνος πάντων ἐπιλήπτορος Τίμων παρὰ Πλουτ. ἐν Περικλ. 4.
|lstext='''ἐπιλήπτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ ἐπιτιμῶν, [[ἐπιτιμητής]], [[ψέκτης]], Ζήνωνος πάντων ἐπιλήπτορος Τίμων παρὰ Πλουτ. ἐν Περικλ. 4.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui réprimande, censeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλαμβάνω]].
}}
}}