3,273,757
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀναγκάζω]], μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ἀλλ’ ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Αἰσχύλ. Πρ. 671, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1083, Πλ. 799· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς [[αὐτόθι]] 525· - τὸ ἀπαρ. [[συχνάκις]] παραλείπεται, οὐδ, ἐπηνάγκαζε οὐδεὶς (ἐξυπ. αὐτοὺς προϊέναι) Ἡρόδ. 8. 130, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 533, Θουκ. 5. 31. | |lstext='''ἐπᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀναγκάζω]], μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ἀλλ’ ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Αἰσχύλ. Πρ. 671, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1083, Πλ. 799· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς [[αὐτόθι]] 525· - τὸ ἀπαρ. [[συχνάκις]] παραλείπεται, οὐδ, ἐπηνάγκαζε οὐδεὶς (ἐξυπ. αὐτοὺς προϊέναι) Ἡρόδ. 8. 130, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 533, Θουκ. 5. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=forcer, contraindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναγκάζω]]. | |||
}} | }} |