3,258,425
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίκαιρος''': -ον, ἐν καταλλήλῳ καιρῷ ἢ τόπῳ, [[ἔγκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], Σοφ. Ο. Τ. 875, Θουκ. 6, 34· [[νίκη]] ὁ αὐτ. 8. 106· ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 1. 68· τὰ ἐπ., θέσεις σπουδαῖαι καὶ χρήσιμοι, Ξεν. Ἱερ. 19, 5· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Δημ. 234. 14, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1· [[νῆσος]] ἐν ἐπικαιροτάτῳ κειμένη Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 115· τὰ ἐπικαιρότατα Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 10· τοῦ πάθους τὸ ἐπ. Λογγῖν. 18. 2:- [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., τρίποδα… λουτρῶν ἐπίκαιρον = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, κατάλληλον διά…, Σοφ. Αἴ. 1406:- ἐπὶ προσώπων, βοηθῶν ἐν καιρῷ ἀνάγκης, Πινδ. Π. 4. 488. 2) [[σπουδαῖος]], ἔχων μεγάλην σημασίαν, ἐπ. σημεῖα, σπουδαῖα συμπτώματα, Ἱππ. 964Α, πρβλ. 383. 36, κτλ.· ἐπ. [[τρῶμα]] ὁ αὐτ. 759G. 3) ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, σπουδαίος, [[καίριος]], Ξεν. Ἱππ. 12, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 35· ἐπ. τοῦ ζῆν, [[ἀναγκαῖος]] πρὸς ζωήν, [[αὐτόθι]] 1. 11, 5: ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, ἐπικίνδυνος (πρβλ. [[καίριος]]), ἐπ. [[ἕλκος]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.- Ἐπιρρ., ἐπικαίρως τετρῶσθαι Παυσ. 4. 8. 4. ΙΙ. [[πρόσκαιρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀΐδιος]], Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 74. 16, Κλημ. Ἀλ. 220. | |lstext='''ἐπίκαιρος''': -ον, ἐν καταλλήλῳ καιρῷ ἢ τόπῳ, [[ἔγκαιρος]], [[κατάλληλος]], [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], Σοφ. Ο. Τ. 875, Θουκ. 6, 34· [[νίκη]] ὁ αὐτ. 8. 106· ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, ἐπικαιρότατον [[χωρίον]] πρὸς τὰ ἐπὶ Θρᾴκης ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 1. 68· τὰ ἐπ., θέσεις σπουδαῖαι καὶ χρήσιμοι, Ξεν. Ἱερ. 19, 5· τοὺς ἐπικαίρους τῶν τόπων Δημ. 234. 14, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1· [[νῆσος]] ἐν ἐπικαιροτάτῳ κειμένη Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 115· τὰ ἐπικαιρότατα Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 10· τοῦ πάθους τὸ ἐπ. Λογγῖν. 18. 2:- [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., τρίποδα… λουτρῶν ἐπίκαιρον = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, κατάλληλον διά…, Σοφ. Αἴ. 1406:- ἐπὶ προσώπων, βοηθῶν ἐν καιρῷ ἀνάγκης, Πινδ. Π. 4. 488. 2) [[σπουδαῖος]], ἔχων μεγάλην σημασίαν, ἐπ. σημεῖα, σπουδαῖα συμπτώματα, Ἱππ. 964Α, πρβλ. 383. 36, κτλ.· ἐπ. [[τρῶμα]] ὁ αὐτ. 759G. 3) ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, σπουδαίος, [[καίριος]], Ξεν. Ἱππ. 12, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 35· ἐπ. τοῦ ζῆν, [[ἀναγκαῖος]] πρὸς ζωήν, [[αὐτόθι]] 1. 11, 5: ἐπὶ τραυμάτων ἢ ἑλκῶν, ἐπικίνδυνος (πρβλ. [[καίριος]]), ἐπ. [[ἕλκος]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.- Ἐπιρρ., ἐπικαίρως τετρῶσθαι Παυσ. 4. 8. 4. ΙΙ. [[πρόσκαιρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀΐδιος]], Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 74. 16, Κλημ. Ἀλ. 220. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> opportun, favorable, convenable ; τὰ ἐπίκαιρα XÉN position avantageuse ; [[νῆσος]] [[ἐν]] ἐπικαιροτάτῳ κειμένη ISOCR île dans une situation très favorable ; [[ἐπίκαιρος]] [[πρός]] [[τι]], ἐπίκαιρός τινος avantageux <i>ou</i> utile pour qch;<br /><b>2</b> important;<br /><i>Sp.</i> ἐπικαιρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καιρός]]. | |||
}} | }} |