3,274,919
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσταμαι''': β΄ πρόσ. -ασαι, Αἰσχύλ. Πρ. 374, 982, Σοφ. Ἠλ. 629, Πλάτ., ἀλλ’ [[ἐπίστᾳ]] Πινδ. Π. 3. 142, Αἰσχύλ. Εὐμ. 86, 581, καὶ ἐπίστῃ Θέογν. 1085, Ἰων. ἐπίστεαι (ἐν συνθέσ. ἐξεπ-) Ἡρόδ. 7. 135· προστακτ. ἐπίστασο ὁ αὐτ. 7. 29, Αἰσχύλ. Πρ. 840, 967, κτλ.· ἀλλ’ ἐπίσταο Ἡρόδ. 7. 209, συνῃρ. ἐπίστω Σοφ. Ο. Τ. 658, κτλ.· ὑποτακτ. Ἰων. ἐπιστέωμαι Ἡρόδ. 3. 134, Ἀττ. ἐπίστωμαι Πλάτ. Εὐθύδ. 296Α: ― παρατ. ἠπιστάμην, ασο, ατο, Αἰσχύλ. κλ.· [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἐπίστατο Ὅμ. καὶ παρ’ Ἡροδ. πλεῖστοι ἐκδόται γράφουσιν αὐτὸ [[ἄνευ]] αὐξήσ.· Ἰων. γ΄ πληθ. ἠπιστέατο ἢ ἐπιστέατο: ― μέλλ. ἐπιστήσομαι Ὅμ., Ἀττ.: ― ἀόρ. ἠπιστήθην Ἡρόδ. 3. 15, Πλάτ. Νόμ. 687Α: ― Ἀποθ.: Ι. μετ’ ἀπαρ., [[γνωρίζω]] πῶς νὰ πράξω τι, εἶμαι ἱκανὸς νὰ πράξω, οὐδὲ οἱ ὀστέ’ ἐπιστήσονται Ἀχαιοὶ ἀλλέξαι, «οὐδὲ τὰ ὀστᾶ [[αὐτοῦ]] εἴσονται οἱ Ἕλληνες συλλέξαι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 320, πρβλ. Ὀδ. Ν. 207· ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπί τε διανοητικῆς ἱκανότητος, [[ὅστις]] ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν Ἰλ. Ξ. 92, Ὀδ. Θ. 240· ἐπιστάμεναι [[σάφα]] θυμῷ Δ. 730, καὶ ἐπὶ τεχνικῆς δεξιότητος, ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Ἰλ. Ε. 60: ― [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., [[οὔπω]] σωφρονεῖν ἐπίστασαι Αἰσχύλ. Πρ. 982, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 589· πένεσθαι δ’ οὐκ ἐπ. [[δόμος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 962· ἐπ.... θεοὺς σέβειν Εὐρ. Ἱππ. 996, πρβλ. Ἄλκ. 566· κιθαρίζειν οὐκ ἐπ. Ἀριστοφ. Σφ. 969, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 223D, Πολ. 420Ε, κ. ἀλλ.· τὸ ἀπαρ. [[συχνάκις]] παραλείπεται, σῷζ’ [[ὅπως]] ἐπίστασαι Αἰσχύλ. Πρ. 374, πρβλ. Εὐμ. 581. 2) παρ’ Ἡροδ., εἶμαι [[βέβαιος]], εἰξεύρω, [[πιστεύω]] ὅτι..., 3. 134, 140., 6. 139, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐννοῶ ὑπόθεσίν τινα, [[γνωρίζω]], εἶμαι πεπειραμένος ἔν τινι, γινώσκω [[καλῶς]] τι, πόλλ’ ἠπίστατο ἔργα Ἰλ. Ψ. 705, πρβλ. Ὀδ. Β. 117, Η. 111· Μουσέων [[δῶρον]] Ἀρχίλ. 1· τὴν τέχνην Ἡρόδ. 3. 130· τὸ μέλλον Αἰσχύλ. Πέρσ. 373· ἐμπειρίᾳ ἐπ. τι Θουκ. 4. 10· πάσας τὰς δημιουργίας Πλάτ. Πολ. 598C· ἔγωγε γράμματ’ οὐδ’ ἐπ. Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 1· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. [[ὁμοῦ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 276· μετ’ ἀπαρ. πρὸς ἐπεξήγησιν τῆς αἰτιατ., [[ἔργον]] δὲ μοῦνον ἐσθίειν ἐπ. Σιμων. Ἀμοργ. 24, πρβλ. Ἀρχίλ. 59: ― οὓς προχείρους εἶχον καὶ ἠπιστάμην μύθους τοὺς Αἰσώπου, οὓς εἶχον προχείρους καὶ ἐγίνωσκον ἀπὸ στήθους, Πλάτ. Φαίδων 61Β, πρβλ. Γοργ. 484Β· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἐπιρρ., τοὺς Συριστὶ ἐπισταμένους, τοὺς γινώσκοντας νὰ διαλέγωνται [[Συριστί]], Ξεν. Κύρ. 7. 5, 31. 2) μεθ’ Ὅμηρ., [[γνωρίζω]] τι ὡς γεγονός, [[γνωρίζω]] [[μετὰ]] βεβαιότητος, γινώσκω [[καλῶς]] (ἐξ οὗ [[ἐπιστήμη]]), Ἡρόδ. 7. 8, καὶ Ἀττ.· τὸ ἐπίστασθαι κεῖται ὡς ἰσοδύναμον τῷ εἰδέναι, Πλάτ. Θεαιτ. 163C, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 9 κἑξ., Φυσ. 1. 1, 1· (ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] τὸ μὲν εἰδέναι [[εἶναι]] γενικὸς ὅρος, τὸ δὲ ἐπίστασθαι περιορίζεται εἰς τὴν αὐστηρῶς ἐπιστημονικὴν γνῶσιν ([[ἐπιστήμη]]), Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10): ― [[συχνάκις]] ἐπιτείνεται δι’ ἄλλων λέξεων, [[οἷον]], εὖ ἐπ. Ἡρόδ. 5. 42· σαφῶς ἐπ. Αἰσχύλ. Πρ. 840, κτλ.· τὰ διαφέροντα ἐπ. Ἀνδοκ. 31. 34: ― Συντάσσ., ἐπ. τι Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἐπ. [[περί]] τινος Ἡρόδ. 2. 3, Θουκ. 6. 60· περὶ θεῶν Εὐρ. Ἀποσπ. 793· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, τί [[σφιν]] χρήσηται ἐπ. Θέογν. 770· ἐπ. ὅτι... ἢ ἐπ. τοῦτο, ὅτι... Ἡρόδ. 1. 3, 156, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ὡς... Ἡρόδ. 1. 122, Αἰσχύλ. Πέρσ. 599, Σοφ. Αἴ. 1370· ἐπ’ αὐτὸν οἷς ψωμίζεται Ἀριστοφ. Ἱππ. 715, κτλ. 3) σπανίως, [[γνωρίζω]] τινά, ὡς τὸ γνῶναι, ὁ [[παῖς]] τοὺς τεκόντας οὐκ ἐπ. Εὐρ. Ἴων 51, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1278, ΙΙΙ. [[μετὰ]] μετοχ. παρὰ πεζογράφοις καὶ Ἀττ., [[γνωρίζω]] ὅτι τις [[εἶναι]], ἔχει, κτλ., εὖ ἐπ. αὐτὸς σχήσων Ἡρόδ. 5. 42· ἐσθλὸς ὢν ἐπίστασο Σοφ. Αἴ. 1399, πρβλ. Θουκ. 2. 44· [[ὡσαύτως]], ὡς ὧδ’ ἐχόντων τῶνδ’ ἐπ. σε χρὴ Σοφ. Αἴ. 281, πρβλ. Ο. Τ. 848: ― [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ἑαυτοὺς Φαυστύλου ἠπιστάμεθα παῖδας (ἐξυπ. ὄντας) Πλουτ. Ρωμ. 7. IV. ἡ μετοχὴ τοῦ ἐνεστ. ἐπιστάμενος, η, ον, [[καίπερ]] ἐν πολλοῖς φυλάττουσα τὴν ῥηματικὴν αὐτῆς δύναμιν, [[πολλάκις]] [[ὅμως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίθ., ὡς τὸ [[ἐπιστήμων]], [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], [[νοήμων]], ἀνδρὸς ἐπισταμένου, «ἐπιστάμενον ἄνδρα τὸν σπουδαῖόν φησιν, [[ἤτοι]] ἀγαθόν. ἀφ’ οὗ γέγονεν ἀφορμὴ τοῖς [[ὕστερον]] τοῦ λέγειν ἐπιστήμας τὰς ἀρετὰς» (Εὐστ.), Ὀδ. Ξ. 359· ἐπισταμένῳ περ ἐόντι, [[καίπερ]] ὄντι ἐμπείρῳ, Ἰλ. Τ. 80· καὶ μάλ’ ἐπ. Ὀδ. Ν. 313· ἔτι καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν χορευτοῦ, θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι, ἐξησκημένοις, Ἰλ. Σ. 599: ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἐπιστάμενος πολέμοιο, φόρμιγγος, ἀοιδῆς, [[ἔμπειρος]], πεπειραμένος εἰς..., Β. 611, Ὀδ. Φ. 406· καὶ [[μετὰ]] δοτ., ἄκοντι ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] ἐξυπακουστ. βάλλειν) Ἰλ. Ο. 282: ― [[ἐντεῦθεν]], 2) Ἐπίρρ. ἐπιστᾰμένως, δεξιῶς, ἐμπείρως, Ὅμ., Ἡσ. Θ. 87, κτλ.· εὖ καὶ ἐπισταμένως Ἰλ. Κ. 265, Ὀδ. Υ. 161, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 107· ἐπιστ. πίνειν Θέογν. 212 Bgk.· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3. (Ἐπειδὴ οἱ Ἀττ. μεταχειρίζονται τὴν φράσιν [[ἐφίστημι]] τὸν νοῦν κἄπως [[μετὰ]] τῆς σημασίας τοῦ [[ἐπίσταμαι]], [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι τὸ [[ἐπίσταμαι]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[ἀρχαῖος]] [[μέσος]] [[τύπος]] τοῦ [[ἐφίστημι]], πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 13, τῷ γὰρ ἠρεμῆσαι καὶ στῆναι τὴν διάνοιαν ἐπίστασθαι... λέγομεν, καὶ ἴδε [[ἐπίστασις]] 2). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 52. | |lstext='''ἐπίσταμαι''': β΄ πρόσ. -ασαι, Αἰσχύλ. Πρ. 374, 982, Σοφ. Ἠλ. 629, Πλάτ., ἀλλ’ [[ἐπίστᾳ]] Πινδ. Π. 3. 142, Αἰσχύλ. Εὐμ. 86, 581, καὶ ἐπίστῃ Θέογν. 1085, Ἰων. ἐπίστεαι (ἐν συνθέσ. ἐξεπ-) Ἡρόδ. 7. 135· προστακτ. ἐπίστασο ὁ αὐτ. 7. 29, Αἰσχύλ. Πρ. 840, 967, κτλ.· ἀλλ’ ἐπίσταο Ἡρόδ. 7. 209, συνῃρ. ἐπίστω Σοφ. Ο. Τ. 658, κτλ.· ὑποτακτ. Ἰων. ἐπιστέωμαι Ἡρόδ. 3. 134, Ἀττ. ἐπίστωμαι Πλάτ. Εὐθύδ. 296Α: ― παρατ. ἠπιστάμην, ασο, ατο, Αἰσχύλ. κλ.· [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἐπίστατο Ὅμ. καὶ παρ’ Ἡροδ. πλεῖστοι ἐκδόται γράφουσιν αὐτὸ [[ἄνευ]] αὐξήσ.· Ἰων. γ΄ πληθ. ἠπιστέατο ἢ ἐπιστέατο: ― μέλλ. ἐπιστήσομαι Ὅμ., Ἀττ.: ― ἀόρ. ἠπιστήθην Ἡρόδ. 3. 15, Πλάτ. Νόμ. 687Α: ― Ἀποθ.: Ι. μετ’ ἀπαρ., [[γνωρίζω]] πῶς νὰ πράξω τι, εἶμαι ἱκανὸς νὰ πράξω, οὐδὲ οἱ ὀστέ’ ἐπιστήσονται Ἀχαιοὶ ἀλλέξαι, «οὐδὲ τὰ ὀστᾶ [[αὐτοῦ]] εἴσονται οἱ Ἕλληνες συλλέξαι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 320, πρβλ. Ὀδ. Ν. 207· ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπί τε διανοητικῆς ἱκανότητος, [[ὅστις]] ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν Ἰλ. Ξ. 92, Ὀδ. Θ. 240· ἐπιστάμεναι [[σάφα]] θυμῷ Δ. 730, καὶ ἐπὶ τεχνικῆς δεξιότητος, ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Ἰλ. Ε. 60: ― [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., [[οὔπω]] σωφρονεῖν ἐπίστασαι Αἰσχύλ. Πρ. 982, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 589· πένεσθαι δ’ οὐκ ἐπ. [[δόμος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 962· ἐπ.... θεοὺς σέβειν Εὐρ. Ἱππ. 996, πρβλ. Ἄλκ. 566· κιθαρίζειν οὐκ ἐπ. Ἀριστοφ. Σφ. 969, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 223D, Πολ. 420Ε, κ. ἀλλ.· τὸ ἀπαρ. [[συχνάκις]] παραλείπεται, σῷζ’ [[ὅπως]] ἐπίστασαι Αἰσχύλ. Πρ. 374, πρβλ. Εὐμ. 581. 2) παρ’ Ἡροδ., εἶμαι [[βέβαιος]], εἰξεύρω, [[πιστεύω]] ὅτι..., 3. 134, 140., 6. 139, κ. ἀλλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐννοῶ ὑπόθεσίν τινα, [[γνωρίζω]], εἶμαι πεπειραμένος ἔν τινι, γινώσκω [[καλῶς]] τι, πόλλ’ ἠπίστατο ἔργα Ἰλ. Ψ. 705, πρβλ. Ὀδ. Β. 117, Η. 111· Μουσέων [[δῶρον]] Ἀρχίλ. 1· τὴν τέχνην Ἡρόδ. 3. 130· τὸ μέλλον Αἰσχύλ. Πέρσ. 373· ἐμπειρίᾳ ἐπ. τι Θουκ. 4. 10· πάσας τὰς δημιουργίας Πλάτ. Πολ. 598C· ἔγωγε γράμματ’ οὐδ’ ἐπ. Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 1· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. [[ὁμοῦ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 276· μετ’ ἀπαρ. πρὸς ἐπεξήγησιν τῆς αἰτιατ., [[ἔργον]] δὲ μοῦνον ἐσθίειν ἐπ. Σιμων. Ἀμοργ. 24, πρβλ. Ἀρχίλ. 59: ― οὓς προχείρους εἶχον καὶ ἠπιστάμην μύθους τοὺς Αἰσώπου, οὓς εἶχον προχείρους καὶ ἐγίνωσκον ἀπὸ στήθους, Πλάτ. Φαίδων 61Β, πρβλ. Γοργ. 484Β· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἐπιρρ., τοὺς Συριστὶ ἐπισταμένους, τοὺς γινώσκοντας νὰ διαλέγωνται [[Συριστί]], Ξεν. Κύρ. 7. 5, 31. 2) μεθ’ Ὅμηρ., [[γνωρίζω]] τι ὡς γεγονός, [[γνωρίζω]] [[μετὰ]] βεβαιότητος, γινώσκω [[καλῶς]] (ἐξ οὗ [[ἐπιστήμη]]), Ἡρόδ. 7. 8, καὶ Ἀττ.· τὸ ἐπίστασθαι κεῖται ὡς ἰσοδύναμον τῷ εἰδέναι, Πλάτ. Θεαιτ. 163C, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 9 κἑξ., Φυσ. 1. 1, 1· (ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] τὸ μὲν εἰδέναι [[εἶναι]] γενικὸς ὅρος, τὸ δὲ ἐπίστασθαι περιορίζεται εἰς τὴν αὐστηρῶς ἐπιστημονικὴν γνῶσιν ([[ἐπιστήμη]]), Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10): ― [[συχνάκις]] ἐπιτείνεται δι’ ἄλλων λέξεων, [[οἷον]], εὖ ἐπ. Ἡρόδ. 5. 42· σαφῶς ἐπ. Αἰσχύλ. Πρ. 840, κτλ.· τὰ διαφέροντα ἐπ. Ἀνδοκ. 31. 34: ― Συντάσσ., ἐπ. τι Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἐπ. [[περί]] τινος Ἡρόδ. 2. 3, Θουκ. 6. 60· περὶ θεῶν Εὐρ. Ἀποσπ. 793· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, τί [[σφιν]] χρήσηται ἐπ. Θέογν. 770· ἐπ. ὅτι... ἢ ἐπ. τοῦτο, ὅτι... Ἡρόδ. 1. 3, 156, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ὡς... Ἡρόδ. 1. 122, Αἰσχύλ. Πέρσ. 599, Σοφ. Αἴ. 1370· ἐπ’ αὐτὸν οἷς ψωμίζεται Ἀριστοφ. Ἱππ. 715, κτλ. 3) σπανίως, [[γνωρίζω]] τινά, ὡς τὸ γνῶναι, ὁ [[παῖς]] τοὺς τεκόντας οὐκ ἐπ. Εὐρ. Ἴων 51, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1278, ΙΙΙ. [[μετὰ]] μετοχ. παρὰ πεζογράφοις καὶ Ἀττ., [[γνωρίζω]] ὅτι τις [[εἶναι]], ἔχει, κτλ., εὖ ἐπ. αὐτὸς σχήσων Ἡρόδ. 5. 42· ἐσθλὸς ὢν ἐπίστασο Σοφ. Αἴ. 1399, πρβλ. Θουκ. 2. 44· [[ὡσαύτως]], ὡς ὧδ’ ἐχόντων τῶνδ’ ἐπ. σε χρὴ Σοφ. Αἴ. 281, πρβλ. Ο. Τ. 848: ― [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ἑαυτοὺς Φαυστύλου ἠπιστάμεθα παῖδας (ἐξυπ. ὄντας) Πλουτ. Ρωμ. 7. IV. ἡ μετοχὴ τοῦ ἐνεστ. ἐπιστάμενος, η, ον, [[καίπερ]] ἐν πολλοῖς φυλάττουσα τὴν ῥηματικὴν αὐτῆς δύναμιν, [[πολλάκις]] [[ὅμως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίθ., ὡς τὸ [[ἐπιστήμων]], [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], [[νοήμων]], ἀνδρὸς ἐπισταμένου, «ἐπιστάμενον ἄνδρα τὸν σπουδαῖόν φησιν, [[ἤτοι]] ἀγαθόν. ἀφ’ οὗ γέγονεν ἀφορμὴ τοῖς [[ὕστερον]] τοῦ λέγειν ἐπιστήμας τὰς ἀρετὰς» (Εὐστ.), Ὀδ. Ξ. 359· ἐπισταμένῳ περ ἐόντι, [[καίπερ]] ὄντι ἐμπείρῳ, Ἰλ. Τ. 80· καὶ μάλ’ ἐπ. Ὀδ. Ν. 313· ἔτι καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν χορευτοῦ, θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι, ἐξησκημένοις, Ἰλ. Σ. 599: ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἐπιστάμενος πολέμοιο, φόρμιγγος, ἀοιδῆς, [[ἔμπειρος]], πεπειραμένος εἰς..., Β. 611, Ὀδ. Φ. 406· καὶ [[μετὰ]] δοτ., ἄκοντι ([[ἔνθα]] [[ἴσως]] ἐξυπακουστ. βάλλειν) Ἰλ. Ο. 282: ― [[ἐντεῦθεν]], 2) Ἐπίρρ. ἐπιστᾰμένως, δεξιῶς, ἐμπείρως, Ὅμ., Ἡσ. Θ. 87, κτλ.· εὖ καὶ ἐπισταμένως Ἰλ. Κ. 265, Ὀδ. Υ. 161, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 107· ἐπιστ. πίνειν Θέογν. 212 Bgk.· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3. (Ἐπειδὴ οἱ Ἀττ. μεταχειρίζονται τὴν φράσιν [[ἐφίστημι]] τὸν νοῦν κἄπως [[μετὰ]] τῆς σημασίας τοῦ [[ἐπίσταμαι]], [[εἶναι]] πιθανὸν ὅτι τὸ [[ἐπίσταμαι]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[ἀρχαῖος]] [[μέσος]] [[τύπος]] τοῦ [[ἐφίστημι]], πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 13, τῷ γὰρ ἠρεμῆσαι καὶ στῆναι τὴν διάνοιαν ἐπίστασθαι... λέγομεν, καὶ ἴδε [[ἐπίστασις]] 2). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 52. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> [[ἠπιστάμην]], <i>f.</i> [[ἐπιστήσομαι]], <i>ao.</i> ἠπιστήθην;<br /><b>I.</b> savoir, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> être capable de, apte <i>ou</i> habile à, inf.;<br /><b>2</b> avoir l’expérience de, être habitué <i>ou</i> exercé à, être versé dans, acc. ; <i>en parl. d’animaux</i> ἵπποι ἐπιστάμενοι διωκέμεν IL chevaux exercés à poursuivre ; Συριστὶ ἐπ. XÉN savoir le syrien ; <i>particul.</i> savoir par cœur : μύθους τοὺς Αἰσώπου PLAT les fables d’Ésope;<br /><b>3</b> être informé de, savoir avec certitude : [[τι]] qch ; [[περί]] τινος avoir connaissance de qch ; avec un part. : ἀνὴρ καθ’ ἡμὰς ἐσθλὸς ὢν [[ἐπίστασο]] SOPH sache que nous sentons le prix de ta générosité ; [[ὡς]] ὧδ’ [[ἐχόντων]] [[τῶνδε]] ἐπ. [[σε]] [[χρή]] SOPH il faut que tu saches qu’il en est ainsi;<br /><b>II.</b> <i>part.</i> ἐπιστάμενος <i>au sens d’un adj.</i> habile, savant : πολέμοιο, ἀοιδῆς IL, OD qui a l’expérience de la guerre, habile à chanter ; avec le dat. : ἐπιστάμενος ἀκοντι IL habile à lancer le javelot ; ἐπισταμένοισι [[πόδεσσι]] IL avec des pieds exercés, <i>càd</i> agiles.<br />'''Étymologie:''' probabl. ion. p. ἐφίσταμαι.<br /><span class="bld">2</span><i>ion. p.</i> ἐφίσταμαι. | |||
}} | }} |