3,274,216
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεισκωμάζω''': εἰσορμῶ που ὡς οἱ κωμάζοντες, Πλάτ. Πολ. 500Β· μεταφ., ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτήτῳ 184, πρβλ, Λουκ. Ψευδολογιστ. 11. | |lstext='''ἐπεισκωμάζω''': εἰσορμῶ που ὡς οἱ κωμάζοντες, Πλάτ. Πολ. 500Β· μεταφ., ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτήτῳ 184, πρβλ, Λουκ. Ψευδολογιστ. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐπεισεκώμασα, <i>pf.</i> ἐπεισκεκώμακα;<br />faire irruption comme des libertins en partie de débauche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσκωμάζω]]. | |||
}} | }} |