Anonymous

ἐπεισκωμάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισκωμάζω''': εἰσορμῶ που ὡς οἱ κωμάζοντες, Πλάτ. Πολ. 500Β· μεταφ., ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτήτῳ 184, πρβλ, Λουκ. Ψευδολογιστ. 11.
|lstext='''ἐπεισκωμάζω''': εἰσορμῶ που ὡς οἱ κωμάζοντες, Πλάτ. Πολ. 500Β· μεταφ., ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτήτῳ 184, πρβλ, Λουκ. Ψευδολογιστ. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπεισεκώμασα, <i>pf.</i> ἐπεισκεκώμακα;<br />faire irruption comme des libertins en partie de débauche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσκωμάζω]].
}}
}}