Anonymous

ἐπιμοιχεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμοιχεύω''': [[μοιχεύω]] τινὰ μετά τι, ἐξακολουθῶ νὰ [[μοιχεύω]], ὃς τήν... Τυρὼ πρῴην διέφθειρε καὶ ἔτι ἐπιμοιχεύει Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 6.
|lstext='''ἐπιμοιχεύω''': [[μοιχεύω]] τινὰ μετά τι, ἐξακολουθῶ νὰ [[μοιχεύω]], ὃς τήν... Τυρὼ πρῴην διέφθειρε καὶ ἔτι ἐπιμοιχεύει Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 6.
}}
{{bailly
|btext=commettre un adultère avec, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μοιχεύω]].
}}
}}