3,277,180
edits
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν· ([[ἐπιπνέω]]): - ἐπὶ χωρίου, ἐπίπνοον, ἐπιπνεόμενον, καταπνεόμενον ὑπὸ ἀνέμων, [[Πολυδ]]. Ε΄. 110: - ἐμπεπνευσμένος, [[παρά]] τινος Πλάτ. Κρατ. 428C· ἐπ. καὶ κατεχόμενος ἐκ τοῦ θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99D, πρβλ. Συμπ. 181C, κτλ.· ἐπ. καὶ φοιβόληπτος Πλουτ. Πομπ. 48. - Ἐπιρρ. -πνως, [[Πολυδ]]. Α΄, 16. | |lstext='''ἐπίπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν· ([[ἐπιπνέω]]): - ἐπὶ χωρίου, ἐπίπνοον, ἐπιπνεόμενον, καταπνεόμενον ὑπὸ ἀνέμων, [[Πολυδ]]. Ε΄. 110: - ἐμπεπνευσμένος, [[παρά]] τινος Πλάτ. Κρατ. 428C· ἐπ. καὶ κατεχόμενος ἐκ τοῦ θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99D, πρβλ. Συμπ. 181C, κτλ.· ἐπ. καὶ φοιβόληπτος Πλουτ. Πομπ. 48. - Ἐπιρρ. -πνως, [[Πολυδ]]. Α΄, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οος, οον;<br />inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπνέω]]. | |||
}} | }} |