Anonymous

ἐπίτηκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίτηκτος''': -ον, [[ἐπίχρυσος]], στέφανον κύκλῳ ἔχουσα χρυσοῦν· οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 2. 2) κεκαλυμμένος χρυσῷ ἢ ἐπιχρύσοις κοσμήμασι, «sigillis s. emplematis inductus», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Böckh, κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 43· κρατὴρ ἐπ., [[ἐπίχρυσος]], [[αὐτόθι]] 151. 25., 159. 9. ΙΙ. μεταφ., πλαστὸς, [[κίβδηλος]], ἐπίτηκτα φιλεῖν Ἀνθ. Π. 5, 187, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 7. 1, 5.
|lstext='''ἐπίτηκτος''': -ον, [[ἐπίχρυσος]], στέφανον κύκλῳ ἔχουσα χρυσοῦν· οὐ γὰρ ἐπίτηκτόν τινα Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 2. 2) κεκαλυμμένος χρυσῷ ἢ ἐπιχρύσοις κοσμήμασι, «sigillis s. emplematis inductus», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Böckh, κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 43· κρατὴρ ἐπ., [[ἐπίχρυσος]], [[αὐτόθι]] 151. 25., 159. 9. ΙΙ. μεταφ., πλαστὸς, [[κίβδηλος]], ἐπίτηκτα φιλεῖν Ἀνθ. Π. 5, 187, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 7. 1, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> plaqué (d’or, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> feint, simulé, faux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτήκω]].
}}
}}