3,270,341
edits
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσαγμα''': τό, ([[ἐπισάττω]]) [[σάγμα]], [[σαγμάριον]], κοινῶς «σαμμάρι» ζῴου, Ἑβδ. (Λευ. ΙΕ΄, 9)· [[ἐπίσαγμα]] τῶν ὄνων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450: - μεταφ., δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος, τὸ [[φορτίον]] τῆς νόσου, Σοφ. Φ. 455, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. | |lstext='''ἐπίσαγμα''': τό, ([[ἐπισάττω]]) [[σάγμα]], [[σαγμάριον]], κοινῶς «σαμμάρι» ζῴου, Ἑβδ. (Λευ. ΙΕ΄, 9)· [[ἐπίσαγμα]] τῶν ὄνων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450: - μεταφ., δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος, τὸ [[φορτίον]] τῆς νόσου, Σοφ. Φ. 455, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />charge <i>ou</i> paquet posé sur ; poids, charge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισάττω]]. | |||
}} | }} |