Anonymous

ἐπίσαγμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσαγμα''': τό, ([[ἐπισάττω]]) [[σάγμα]], [[σαγμάριον]], κοινῶς «σαμμάρι» ζῴου, Ἑβδ. (Λευ. ΙΕ΄, 9)· [[ἐπίσαγμα]] τῶν ὄνων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450: - μεταφ., δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος, τὸ [[φορτίον]] τῆς νόσου, Σοφ. Φ. 455, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
|lstext='''ἐπίσαγμα''': τό, ([[ἐπισάττω]]) [[σάγμα]], [[σαγμάριον]], κοινῶς «σαμμάρι» ζῴου, Ἑβδ. (Λευ. ΙΕ΄, 9)· [[ἐπίσαγμα]] τῶν ὄνων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450: - μεταφ., δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος, τὸ [[φορτίον]] τῆς νόσου, Σοφ. Φ. 455, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />charge <i>ou</i> paquet posé sur ; poids, charge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισάττω]].
}}
}}