Anonymous

ἐπιφράσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω· [[φράττω]], [[κλείω]], ταύτην τὴν δίοδον ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· πόρους Νικ. Ἀλεξιφ. 285: ― Μέσ., καὶ ἢν κηρῷ ἐπιφράξῃ τὰ ὦτα, καὶ ἂν διὰ κηροῦ ἐπιφράξῃς τὰ ὦτά σου, Λουκ. Εἰκ. 14, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 150Ε. ― Παθ. τοῦ στομίου τοῦ περὶ τὸν τροχὸν ἐπιφραττομένου Πλούτ. 2. 891Ε.
|lstext='''ἐπιφράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω· [[φράττω]], [[κλείω]], ταύτην τὴν δίοδον ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· πόρους Νικ. Ἀλεξιφ. 285: ― Μέσ., καὶ ἢν κηρῷ ἐπιφράξῃ τὰ ὦτα, καὶ ἂν διὰ κηροῦ ἐπιφράξῃς τὰ ὦτά σου, Λουκ. Εἰκ. 14, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 150Ε. ― Παθ. τοῦ στομίου τοῦ περὶ τὸν τροχὸν ἐπιφραττομένου Πλούτ. 2. 891Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπιφράξω, <i>Pass. pqp. 3ᵉ sg.</i> [[ἐπέφρακτο]];<br />boucher, obstruer, intercepter : [[τῇ]] σελήνῃ PLUT cacher la lune <i>en parl. d’une éclipse</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιφράσσομαι se boucher : τὰ [[ὦτα]] LUC les oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φράσσω]].
}}
}}