Anonymous

ἐποικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐποικοδομέω''': οἰκοδομῶ ἐπὶ προϋπαρχούσης οἰκοδομῆς, ἐποικοδομήσαντες δὲ αὐτὸ (δηλ. τὸ [[τεῖχος]]) οἱ Ἀθηναῖοι ὑψηλότερον, καταστήσαντες αὐτὸ ὑψηλότερον δι᾿ ἐποικοδομήσεως, Θουκ. 7. 4· μεταφ., [[ἐπισωρεύω]], [[σχηματίζω]] [[οὕτως]] εἰπεῖν κατακόρυφον [[σημεῖον]], ἀνιοῦσαν ἔμφασιν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 31, Ρητ. π. Ἀλ. 4. 9· πρβλ. [[ἐποικοδόμησις]]. 2) οἰκοδομῶ ἐπί τινος, ἐπὶ κρηπῖδι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11· ἐπὶ κρηπῖδος Πλάτ. Νόμ. 736Ε· μεταφ., τοῖς ἀληθέσιν ἐψευσμένα Παυσ. 8. 2, 6. ΙΙ. οἰκοδομῶ [[πάλιν]], ἀνοικοδομῶ, Πλάτ. Νομ. 793C, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 12, Δημ. 1278. 27. ΙΙΙ. [[ἐπιτειχίζω]], Πολύβ. 2. 46, 5.
|lstext='''ἐποικοδομέω''': οἰκοδομῶ ἐπὶ προϋπαρχούσης οἰκοδομῆς, ἐποικοδομήσαντες δὲ αὐτὸ (δηλ. τὸ [[τεῖχος]]) οἱ Ἀθηναῖοι ὑψηλότερον, καταστήσαντες αὐτὸ ὑψηλότερον δι᾿ ἐποικοδομήσεως, Θουκ. 7. 4· μεταφ., [[ἐπισωρεύω]], [[σχηματίζω]] [[οὕτως]] εἰπεῖν κατακόρυφον [[σημεῖον]], ἀνιοῦσαν ἔμφασιν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 31, Ρητ. π. Ἀλ. 4. 9· πρβλ. [[ἐποικοδόμησις]]. 2) οἰκοδομῶ ἐπί τινος, ἐπὶ κρηπῖδι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11· ἐπὶ κρηπῖδος Πλάτ. Νόμ. 736Ε· μεταφ., τοῖς ἀληθέσιν ἐψευσμένα Παυσ. 8. 2, 6. ΙΙ. οἰκοδομῶ [[πάλιν]], ἀνοικοδομῶ, Πλάτ. Νομ. 793C, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 12, Δημ. 1278. 27. ΙΙΙ. [[ἐπιτειχίζω]], Πολύβ. 2. 46, 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> bâtir sur, par-dessus ; <i>fig.</i> échafauder, accumuler ; aller par gradation;<br /><b>2</b> bâtir ensuite <i>ou</i> de nouveau, rebâtir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οἰκοδομέω]].
}}
}}