3,273,006
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίχρῡσος''': -ον, ἐπικεκαλυμμένος διὰ χρυσοῦ (ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[κατάχρυσος]] καὶ [[περίχρυσος]], ἴδε τὰς λέξεις), Ἡρόδ. 1. 50., 2. 182., 9. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 12, 16 καὶ ἀλλ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 14, κτλ.: πρβλ. [[ἐπίτηκτος]]. ΙΙ. [[πλούσιος]], Ἡλιόδ. 2. 8. | |lstext='''ἐπίχρῡσος''': -ον, ἐπικεκαλυμμένος διὰ χρυσοῦ (ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[κατάχρυσος]] καὶ [[περίχρυσος]], ἴδε τὰς λέξεις), Ἡρόδ. 1. 50., 2. 182., 9. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 12, 16 καὶ ἀλλ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 14, κτλ.: πρβλ. [[ἐπίτηκτος]]. ΙΙ. [[πλούσιος]], Ἡλιόδ. 2. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />plaqué d’or, doré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χρυσός]]. | |||
}} | }} |