Anonymous

ἐπιφώσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφώσκω''': ὡς τὸ [[ἐπιφαύσκω]], [[προβαίνω]] πρὸς τὸ λυκαυγές, καὶ σάββατον ἐπέφωσκε, ἐξημέρωνε σάββατον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54, κατὰ Ματθ. κη΄, 1· ἐπιφωσκούσης τῆς ὀγδόης Συλλ. Ἐπιγρ. 9119. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] τι νὰ ἐκπέμπῃ (φῶς), [[φέγγος]] Ποιητ. Βοταν. 25.
|lstext='''ἐπιφώσκω''': ὡς τὸ [[ἐπιφαύσκω]], [[προβαίνω]] πρὸς τὸ λυκαυγές, καὶ σάββατον ἐπέφωσκε, ἐξημέρωνε σάββατον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 54, κατὰ Ματθ. κη΄, 1· ἐπιφωσκούσης τῆς ὀγδόης Συλλ. Ἐπιγρ. 9119. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] τι νὰ ἐκπέμπῃ (φῶς), [[φέγγος]] Ποιητ. Βοταν. 25.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> commencer à luire;<br /><b>2</b> faire briller.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φώς]].
}}
}}