Anonymous

ἐργαθεῖν: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐργαθεῖν''': Ἐπ. ἐεργαθεῖν, Ἀττ. [[εἰργαθεῖν]], ποιητ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. του [[εἴργω]], [[χωρίζω]], [[ἀποκόπτω]], ἀπὸ δ’ αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν Ἰλ. Ε. 147· ἀπὸ πλευρῶν [[χρόα]] ἔργαθεν Λ. 437. ΙΙ. [[ἀναχαιτίζω]], Σοφ. Ἠλ. 1271. Εὐρ. Φοίν. 1175, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 1171: πρβλ. [[κατειργαθόμην]]. Περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. ἀμυναθεῖν, διωκαθεῖν, [[εἰκαθεῖν]].
|lstext='''ἐργαθεῖν''': Ἐπ. ἐεργαθεῖν, Ἀττ. [[εἰργαθεῖν]], ποιητ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. του [[εἴργω]], [[χωρίζω]], [[ἀποκόπτω]], ἀπὸ δ’ αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν Ἰλ. Ε. 147· ἀπὸ πλευρῶν [[χρόα]] ἔργαθεν Λ. 437. ΙΙ. [[ἀναχαιτίζω]], Σοφ. Ἠλ. 1271. Εὐρ. Φοίν. 1175, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 1171: πρβλ. [[κατειργαθόμην]]. Περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. ἀμυναθεῖν, διωκαθεῖν, [[εἰκαθεῖν]].
}}
{{bailly
|btext=v. *εἰργάθω.
}}
}}