Anonymous

ἐπιμύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμύω''': μέλλ. -ύσω ῡ: ― [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 48· ὄμματ’ ἐπιμύει Ὀππ. Ἁλ. 2. 110· ἀπολ., [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, [[ἀποθνήσκω]], Καλλ. Ἐπιγράμμ. 41. 5· [[ἄνοια]] [[μετὰ]] κακίας τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, [[μηδὲ]] τοὺς [[πέλας]] ὁρᾶν Πολύβ. 4. 27, 7. 2) [[συγκλείω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς ἔνδειξιν συναινέσεως, Ἀριστοφ. Σφ. 934. ΙΙ. ἀμεταβ., τὰ βλέφαρα [[μόγις]] τοῖσι ὀφθαλμοῖσι ἐπιμύει Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 6: ― ἀπολ., [[κλείω]], ἐπὶ ὠτειλῶν, Ὀππ. Κ. 2. 290.
|lstext='''ἐπιμύω''': μέλλ. -ύσω ῡ: ― [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 48· ὄμματ’ ἐπιμύει Ὀππ. Ἁλ. 2. 110· ἀπολ., [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς, [[ἀποθνήσκω]], Καλλ. Ἐπιγράμμ. 41. 5· [[ἄνοια]] [[μετὰ]] κακίας τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, [[μηδὲ]] τοὺς [[πέλας]] ὁρᾶν Πολύβ. 4. 27, 7. 2) [[συγκλείω]] τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς ἔνδειξιν συναινέσεως, Ἀριστοφ. Σφ. 934. ΙΙ. ἀμεταβ., τὰ βλέφαρα [[μόγις]] τοῖσι ὀφθαλμοῖσι ἐπιμύει Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 6: ― ἀπολ., [[κλείω]], ἐπὶ ὠτειλῶν, Ὀππ. Κ. 2. 290.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> cligner ; <i>abs.</i> fermer les yeux, mourir;<br /><b>2</b> faire un signe en fermant la bouche <i>ou</i> les yeux, faire un signe de connivence;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se fermer <i>en parl. des paupières, d’une blessure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μύω]].
}}
}}