Anonymous

ἐπιτελέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτελέω''': μέλλ. -έσω, ἐκτελῶ, ἐπιτ. τὰ ἐπιτασσόμενα Ἡρόδ. 1. 175, πρβλ. 51. 90· τὰς ἐντολάς [[αὐτόθι]] 157· τὸν [[προκείμενον]] [[ἆθλον]] [[αὐτόθι]] 126· ἐπ. ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν Θουκ. 1. 70· τοῖς ἔργοις ἐπ. Ἰσοκρ. 22C: ― [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς ἐκπληρώσεως χρησμῶν, ὀπτασιῶν, κτλ., ἐπ. φήμην, [[χρηστήριον]], ὄψιν Ἡρόδ. 1. 13, κ. ἀλλ.: ἐπὶ εὐχῶν ἢ ὑποσχέσεων, [[αὐτόθι]] 86., 2. 63, Θουκ. 1. 138: ― Μέσ., τὴν χρῆσιν ἐπιτελέσασθαι Πλάτ. Φίλ. 276C· ἐπὶ πολέμου καὶ εἰρήνης, ἐπ. πόλεμον Πολύβ. 1. 65, 2: ― Παθ., [[ὅπως]] ἂν ἡ [[εἰρήνη]] ἐπιτελεσθῇ Ψήφισμα παρὰ Δημ. 235. 4. 2) [[φέρω]] εἰς τελειότητα, τὴν γένεσιν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 8, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 7: Παθ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 9, 8 κ. ἀλλ.· ἐπὶ συλλογισμοῦ, [[γίνομαι]] [[τέλειος]] διὰ τῆς ἀναγωγῆς εἰς τὸ πρῶτον [[σχῆμα]], ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 5. 16., 1. 23, 11, κ. ἀλλ. II. τελῶ θρησκευτικὸν καθῆκον, θυσίας Ἡρόδ. 2. 63· νηστείας καὶ ὁρτὰς ὁ αὐτ. 4. 186, πρβλ. 1. 167., 2. 122: ― ἀπολ., [[προσφέρω]] θυσίαν, τινι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 61. ΙΙΙ. [[ἀποτίνω]], [[καταβάλλω]], πληρώνω, ἀποφορὴν Ἡρόδ. 2. 109· [[πεντήκοντα]] τάλαντα βασιλέϊ τὸν ἐπέτειον φόρον ὁ αὐτ. 5. 49, πρβλ. 5. 82, 84· ἐπιμήνια 8. 41· μεταφ. ἐν τῷ Μέσ., εἰ δὲ βιώσομαι [[πλείω]] χρόνον, [[ἴσως]] [[ἀναγκαῖον]] ἔσται τὰ τοῦ [[γήρως]] ἐπιτελεῖσθαι, νὰ πληρώνω τὰ χρέη ([[οὕτως]] εἰπεῖν) τοῦ γήρατος, νὰ ὑποστῶ τὰ βάρη [[αὐτοῦ]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 8· οὐδὲ πρὸς τὸν θάνατον ἐμαλακίσατο, ἀλλ’ ἱλαρῶς καὶ προσεδέχετο αὐτὸν καὶ ἐπετελέσατο, καὶ ἐπλήρωσε τὸ πρὸς αὐτὸν [[χρέος]] του, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33: ― Παθ., ἡ [[δίκη]]… τοῦ φόνου… ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο, ἀπετετίνετο ὑπό…, Ἡρόδ 9. 64. IV. [[ἐπιβάλλω]] εἴς τινα, δίκας τινί, Λατ. poenas irrogare aliqui, Πλάτ. Νόμοι ἐν τέλει.
|lstext='''ἐπιτελέω''': μέλλ. -έσω, ἐκτελῶ, ἐπιτ. τὰ ἐπιτασσόμενα Ἡρόδ. 1. 175, πρβλ. 51. 90· τὰς ἐντολάς [[αὐτόθι]] 157· τὸν [[προκείμενον]] [[ἆθλον]] [[αὐτόθι]] 126· ἐπ. ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν Θουκ. 1. 70· τοῖς ἔργοις ἐπ. Ἰσοκρ. 22C: ― [[κυρίως]] ἐπὶ τῆς ἐκπληρώσεως χρησμῶν, ὀπτασιῶν, κτλ., ἐπ. φήμην, [[χρηστήριον]], ὄψιν Ἡρόδ. 1. 13, κ. ἀλλ.: ἐπὶ εὐχῶν ἢ ὑποσχέσεων, [[αὐτόθι]] 86., 2. 63, Θουκ. 1. 138: ― Μέσ., τὴν χρῆσιν ἐπιτελέσασθαι Πλάτ. Φίλ. 276C· ἐπὶ πολέμου καὶ εἰρήνης, ἐπ. πόλεμον Πολύβ. 1. 65, 2: ― Παθ., [[ὅπως]] ἂν ἡ [[εἰρήνη]] ἐπιτελεσθῇ Ψήφισμα παρὰ Δημ. 235. 4. 2) [[φέρω]] εἰς τελειότητα, τὴν γένεσιν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 8, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 7: Παθ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 9, 8 κ. ἀλλ.· ἐπὶ συλλογισμοῦ, [[γίνομαι]] [[τέλειος]] διὰ τῆς ἀναγωγῆς εἰς τὸ πρῶτον [[σχῆμα]], ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 5. 16., 1. 23, 11, κ. ἀλλ. II. τελῶ θρησκευτικὸν καθῆκον, θυσίας Ἡρόδ. 2. 63· νηστείας καὶ ὁρτὰς ὁ αὐτ. 4. 186, πρβλ. 1. 167., 2. 122: ― ἀπολ., [[προσφέρω]] θυσίαν, τινι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 61. ΙΙΙ. [[ἀποτίνω]], [[καταβάλλω]], πληρώνω, ἀποφορὴν Ἡρόδ. 2. 109· [[πεντήκοντα]] τάλαντα βασιλέϊ τὸν ἐπέτειον φόρον ὁ αὐτ. 5. 49, πρβλ. 5. 82, 84· ἐπιμήνια 8. 41· μεταφ. ἐν τῷ Μέσ., εἰ δὲ βιώσομαι [[πλείω]] χρόνον, [[ἴσως]] [[ἀναγκαῖον]] ἔσται τὰ τοῦ [[γήρως]] ἐπιτελεῖσθαι, νὰ πληρώνω τὰ χρέη ([[οὕτως]] εἰπεῖν) τοῦ γήρατος, νὰ ὑποστῶ τὰ βάρη [[αὐτοῦ]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 8· οὐδὲ πρὸς τὸν θάνατον ἐμαλακίσατο, ἀλλ’ ἱλαρῶς καὶ προσεδέχετο αὐτὸν καὶ ἐπετελέσατο, καὶ ἐπλήρωσε τὸ πρὸς αὐτὸν [[χρέος]] του, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33: ― Παθ., ἡ [[δίκη]]… τοῦ φόνου… ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο, ἀπετετίνετο ὑπό…, Ἡρόδ 9. 64. IV. [[ἐπιβάλλω]] εἴς τινα, δίκας τινί, Λατ. poenas irrogare aliqui, Πλάτ. Νόμοι ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐπιτελέσω, <i>ao.</i> ἐπετέλεσα, <i>pf.</i> ἐπιτετέλεκα;<br /><b>1</b> exécuter, accomplir : [[τι]] qch ; ὰ ἐπιτασσόμενα HDT les ordres ; ἐπ. φήμην, [[χρηστήριον]] HDT accomplir un oracle;<br /><b>2</b> acquitter (une dette, <i>etc.</i>) : ἐπ. ἀποφορήν HDT acquitter une contribution ; θυσίαν PLUT, θυσίας HDT accomplir un sacrifice, des sacrifices ; ἑορτάς HDT célébrer des fêtes ; <i>abs.</i> faire un sacrifice : ἐπ. τινι offrir un sacrifice à un dieu;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιτελέομαι-οῦμαι mettre à exécution, accomplir, réaliser : τὸν θάνατον XÉN subir la mort ; τὰ [[τοῦ]] [[γήρως]] XÉN subir les inconvénients de la vieillesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τελέω]].
}}
}}