Anonymous

ἐρρωμένος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρρωμένος''': -η, -ον, μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ [[ῥώννυμι]], ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ., ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, [[ἰσχυρός]], ἀντίθετον τῷ ἄρρωστος, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α, Δημ. 24. 3· [[ἐρρωμένος]] ὢν Λυσ. 168. 38· ἐρρωμένη [[δύναμις]] Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α: - ανώμαλον συγκρ., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Ἡρόδ. 9. 70, Πλάτ. Γοργ. 483C· ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Ξεν. Κύρ. 3. 3, 31· τὸ φύσει ἐρρωμενέστερον Πλάτ. Συμπ. 181C:-ὑπερθ. -έστατος, Ἀνδοκ. 34. 15, Πλάτ. Πολ. 477Ε. - Ἐπίρρ. ἐρρωμένως, ἀνδρείως, Αἰσχύλ. Πρ. 65, 76, Ἀριστοφ. Σφ. 230· χωρεῖν Ξεν. Ἀγησ. 2, 11· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 278Α· -εστέρως, Ἰσοκρ. 74Ε· ὑπερθ. -έστατα, Πλάτ. Πολ. 401D.
|lstext='''ἐρρωμένος''': -η, -ον, μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ [[ῥώννυμι]], ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ., ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, [[ἰσχυρός]], ἀντίθετον τῷ ἄρρωστος, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α, Δημ. 24. 3· [[ἐρρωμένος]] ὢν Λυσ. 168. 38· ἐρρωμένη [[δύναμις]] Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α: - ανώμαλον συγκρ., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Ἡρόδ. 9. 70, Πλάτ. Γοργ. 483C· ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Ξεν. Κύρ. 3. 3, 31· τὸ φύσει ἐρρωμενέστερον Πλάτ. Συμπ. 181C:-ὑπερθ. -έστατος, Ἀνδοκ. 34. 15, Πλάτ. Πολ. 477Ε. - Ἐπίρρ. ἐρρωμένως, ἀνδρείως, Αἰσχύλ. Πρ. 65, 76, Ἀριστοφ. Σφ. 230· χωρεῖν Ξεν. Ἀγησ. 2, 11· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 278Α· -εστέρως, Ἰσοκρ. 74Ε· ὑπερθ. -έστατα, Πλάτ. Πολ. 401D.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />robuste. fort, solide;<br /><i>Cp.</i> ἐρρωμενέστερος, <i>Sp.</i> ἐρρωμενέστατος.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ῥώννυμι]].
}}
}}