Anonymous

ἑρσήεις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑρσήεις''': Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, [[δροσερός]], [[πλήρης]] δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, [[οἷον]] ἐερσήεις κεῖται, [[δροσερός]], Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι [[ἑρσήεις]] καὶ [[πρόσφατος]] ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, [[αὐτόθι]] 757.
|lstext='''ἑρσήεις''': Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, [[δροσερός]], [[πλήρης]] δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, [[οἷον]] ἐερσήεις κεῖται, [[δροσερός]], Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι [[ἑρσήεις]] καὶ [[πρόσφατος]] ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, [[αὐτόθι]] 757.
}}
{{bailly
|btext=<i>et</i> [[ἐερσήεις]];<br />ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de rosée, baigné de rosée.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρση]] et [[ἐέρση]].
}}
}}