Anonymous

ἔπουρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπουρος''': -ον, πνέων εὐνοϊκῶς, [[αὔρα]] Σοφ. Τρ. 954. ΙΙ. μεταφ., ὑποβοηθούμενος, ὠθούμενος, πνεύματι ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 130· πρβλ. ἄπουρος. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔπουρος]]· [[εἶδος]] ἰχθύος».
|lstext='''ἔπουρος''': -ον, πνέων εὐνοϊκῶς, [[αὔρα]] Σοφ. Τρ. 954. ΙΙ. μεταφ., ὑποβοηθούμενος, ὠθούμενος, πνεύματι ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 130· πρβλ. ἄπουρος. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔπουρος]]· [[εἶδος]] ἰχθύος».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui souffle favorablement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖρος]].
}}
}}