Anonymous

ἐρικύμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρικύμων''': ῡ, ον, (κύω), [[σφόδρα]] [[ἐγκύμων]], ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, [[ὁπόθεν]] ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα.
|lstext='''ἐρικύμων''': ῡ, ον, (κύω), [[σφόδρα]] [[ἐγκύμων]], ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, [[ὁπόθεν]] ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />très fécond.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[κύω]].
}}
}}