Anonymous

ἐρεύθω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρεύθω''': ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐρεῦσαι· ([[ἐρυθρός]]): [[κάμνω]] τι ἐρυθρόν, κηλιδῶ δι’ ἐρυθροῦ χρώματος, ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων Ἰλ. Λ. 394· γαῖαν ἐρεῦσαι [[αὐτοῦ]] ἐνὶ Τροίῃ Σ. 329. ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], Σαπφὼ 94, Ἱππ. 1020Ε, Θεόκρ. 17. 127, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 778, κτλ.· πρβλ. συνεξερεύθω.
|lstext='''ἐρεύθω''': ἀόρ. α΄ ἀπαρ. ἐρεῦσαι· ([[ἐρυθρός]]): [[κάμνω]] τι ἐρυθρόν, κηλιδῶ δι’ ἐρυθροῦ χρώματος, ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων Ἰλ. Λ. 394· γαῖαν ἐρεῦσαι [[αὐτοῦ]] ἐνὶ Τροίῃ Σ. 329. ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], Σαπφὼ 94, Ἱππ. 1020Ε, Θεόκρ. 17. 127, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 778, κτλ.· πρβλ. συνεξερεύθω.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐρεύσω, <i>ao.</i> [[ἤρευσα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. seul. prés. et impf.</i> ἠρευθόμην;<br />faire rougir, rougir : αἵματι γαῖαν IL la terre de sang ; <i>Pass.</i> devenir rouge, rougir.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> ruber, rufus.
}}
}}