Anonymous

ἐπίκωμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίκωμος''': ον = τῷ προηγ., Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 686Α (κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ [[ἐπίκωπος]], Πλούτ. 2. 128D, Ἀλκίφρων 1. 37. -Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἐπίκωμος]]· ὁ ἐπᾴδων τῇ φίλῃ. ἢ ἀπὸ οἴνου ᾄδων. [[ὑβριστής]]. συγχαίρων».
|lstext='''ἐπίκωμος''': ον = τῷ προηγ., Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 686Α (κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ [[ἐπίκωπος]], Πλούτ. 2. 128D, Ἀλκίφρων 1. 37. -Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἐπίκωμος]]· ὁ ἐπᾴδων τῇ φίλῃ. ἢ ἀπὸ οἴνου ᾄδων. [[ὑβριστής]]. συγχαίρων».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui va en partie de débauche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κῶμος]].
}}
}}