Anonymous

ἐπισκώπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκώπτω''': [[σκώπτω]] ἐπί τινι, [[ἐμπαίζω]], περιπαίζω, περιγελῶ, τινὰ Πλάτ. Εὐθύφρων 11C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 6· τι [[αὐτόθι]] 3. 11, 16, Συμπ. 1, 5, καὶ [[συχν]]. ὡς διάφ. γραφ. [[ἐπικόπτω]]· εἴς τι Πλουτ. Λυκόφρ. 30. 2) ἀπολ., παιδιᾷ χρῶμαι, [[παίζω]], [[ἀστεΐζομαι]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 375· ἔφη ἐπισκώπτων Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 7.
|lstext='''ἐπισκώπτω''': [[σκώπτω]] ἐπί τινι, [[ἐμπαίζω]], περιπαίζω, περιγελῶ, τινὰ Πλάτ. Εὐθύφρων 11C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 6· τι [[αὐτόθι]] 3. 11, 16, Συμπ. 1, 5, καὶ [[συχν]]. ὡς διάφ. γραφ. [[ἐπικόπτω]]· εἴς τι Πλουτ. Λυκόφρ. 30. 2) ἀπολ., παιδιᾷ χρῶμαι, [[παίζω]], [[ἀστεΐζομαι]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 375· ἔφη ἐπισκώπτων Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 7.
}}
{{bailly
|btext=se moquer, railler : τινα se moquer de qqn ; [[τι]], [[εἴς]] [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκώπτω]].
}}
}}