Anonymous

ἑτερότροπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερότροπος''': -ον, διαφόρου τρόπου, διαφόρου εἴδους, κακόν ἑτερότροπον Ἀριστοφ. Θεσμ. 724· γαλεῶν ἑτ. φῦλα Ὀππ. Ἁλ. 1. 379. ΙΙ. ὁ κατ’ [[ἄλλην]] διεύθυνσιν, τρεπόμενος, [[ἀβέβαιος]], τύχης ἑτ. [[ὁρμή]] Ἀνθ. Π. 9. 768, πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 669., 7. 7. - Ἐπίρρ. ἑτεροτρόπως, ἑτέρῳ τρόπῳ, Καισάρ. 1149, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 201Β.
|lstext='''ἑτερότροπος''': -ον, διαφόρου τρόπου, διαφόρου εἴδους, κακόν ἑτερότροπον Ἀριστοφ. Θεσμ. 724· γαλεῶν ἑτ. φῦλα Ὀππ. Ἁλ. 1. 379. ΙΙ. ὁ κατ’ [[ἄλλην]] διεύθυνσιν, τρεπόμενος, [[ἀβέβαιος]], τύχης ἑτ. [[ὁρμή]] Ἀνθ. Π. 9. 768, πρβλ. Νόνν. Δ. 2. 669., 7. 7. - Ἐπίρρ. ἑτεροτρόπως, ἑτέρῳ τρόπῳ, Καισάρ. 1149, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 201Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une manière différente, d’autre sorte ; différent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[τρέπω]].
}}
}}