3,256,975
edits
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐσχᾰτιά''': Ἰων. -ιή, ἡ, ([[ἔσχατος]]) τὸ ἔσχατον [[μέρος]], [[ἄκρα]], [[ὅριον]], ἰδίως τόπου τινός, Ὅμ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ., ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ.· νήσου ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ἐπὶ τῶν ἐσχάτων μερῶν τῆς νήσου, Ὀδ. Ε. 238· ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιήν, ἐπὶ τῆς ἄκρας τοῦ ἀγροῦ, Δ. 517, Ε. 489· καὶ [[ἁπλῶς]], ἐπ᾿ ἐσχατιῇ ἢ -ῆς, ἐπὶ τῆς ἄκρας ἢ τῆς ἀκτῆς, Ι. 182, 180· ἐπ᾿ ἐσχατιῇ λιμένος, «[[ἁπλῶς]] ἐσχατιὰ τὸ τοῦ λιμένος [[ἄκρον]] μεθ᾿ ὃ ἡ [[θάλασσα]]» (Σχόλ.), Β. 391, Κ. 96· ἐσχατιῇ πολέμου, κατὰ τὰ ἀπώτατα [[ἄκρα]] τοῦ πεδίου τῆς μάχης, Ἰλ. Λ. 524, Υ. 328· ἐσχατιῇ, ἐν τῷ κατωτάτῳ μέρει τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς, Ἰλ. Ψ. 242· ἐσχατιαῖς, ἀντὶ ἐν ἐσχ., κατὰ τὰ [[πέριξ]] [[ἄκρα]], Σοφοκλ. Φιλ. 144: - μεταφ., τὸ ἔσχατον, ὕψιστον [[σημεῖον]], ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῖς Πινδ. Ι. 6. (5), 17· πρὸς ἐσχατιὰν ἀρεταῖσιν ἱκάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. 3. 77· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, καρδίης ἡ ἐσχ. Ἱππ. 269. 4· γένυος Ἄρατ. 57. 2) τὰ σύνορα χώρας τινός, ἐσχατιῇ Γόρτυνος Ὀδ. Γ. 294· ναῖον δ᾿ ἐσχατιὴν Φθίης Ἰλ. Ι. 484· [[οὕτως]], ἐσχατιῇ, μόνον ἐν Ὀδ. Ξ. 104, Ἀρχίλ. 82· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης, τὰ [[ἄκρα]], τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, Ἡρότ. 3. 106· [[ὡσαύτως]], τὰ σύνορα, ἡ [[μεθόριος]] [[χώρα]], τῆς Αἰτωλίδος ὁ αὐτ. 6. 127: ἀπολ. ὁ αὐτ. 3. 115. 116, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 4, κτλ., πρβλ. 6. 127: - ἐν τῇ Ἀττ., «ἐσχατιαί: τὰ χωρία λέγουσιν ἐσχατιὰς τὰ πρὸς τοῖς ὅροις τῆς χώρας ἢ τὰ πρὸς τῇ θαλάσσῃ» (Α. Β. 256. 30)· [[κτῆμα]], οἰκίαν μὲν γὰρ [[ὄπισθεν]] τῆς πόλεως, ἐσχατιὰν δὲ Σφηττοῖ, Ἀλωπεκῆσι δ᾿ ἕτερον [[χωρίον]] Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 97, Δημ. 1040. 13, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 52 κἑξ, Böckh Α. Ε. 1. 86, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀν᾿ ἐσχατιάν, ἐπὶ τέλους, Πινδ. Π. 11. 86· οὕτω κατὰ δοτ., ἐσχατιῇ Νικ. Θηρ. 437. 4) ἐσχατιαί, = δύσεις, Ἄρατ. 574. | |lstext='''ἐσχᾰτιά''': Ἰων. -ιή, ἡ, ([[ἔσχατος]]) τὸ ἔσχατον [[μέρος]], [[ἄκρα]], [[ὅριον]], ἰδίως τόπου τινός, Ὅμ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ., ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ.· νήσου ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ἐπὶ τῶν ἐσχάτων μερῶν τῆς νήσου, Ὀδ. Ε. 238· ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιήν, ἐπὶ τῆς ἄκρας τοῦ ἀγροῦ, Δ. 517, Ε. 489· καὶ [[ἁπλῶς]], ἐπ᾿ ἐσχατιῇ ἢ -ῆς, ἐπὶ τῆς ἄκρας ἢ τῆς ἀκτῆς, Ι. 182, 180· ἐπ᾿ ἐσχατιῇ λιμένος, «[[ἁπλῶς]] ἐσχατιὰ τὸ τοῦ λιμένος [[ἄκρον]] μεθ᾿ ὃ ἡ [[θάλασσα]]» (Σχόλ.), Β. 391, Κ. 96· ἐσχατιῇ πολέμου, κατὰ τὰ ἀπώτατα [[ἄκρα]] τοῦ πεδίου τῆς μάχης, Ἰλ. Λ. 524, Υ. 328· ἐσχατιῇ, ἐν τῷ κατωτάτῳ μέρει τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς, Ἰλ. Ψ. 242· ἐσχατιαῖς, ἀντὶ ἐν ἐσχ., κατὰ τὰ [[πέριξ]] [[ἄκρα]], Σοφοκλ. Φιλ. 144: - μεταφ., τὸ ἔσχατον, ὕψιστον [[σημεῖον]], ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῖς Πινδ. Ι. 6. (5), 17· πρὸς ἐσχατιὰν ἀρεταῖσιν ἱκάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. 3. 77· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, καρδίης ἡ ἐσχ. Ἱππ. 269. 4· γένυος Ἄρατ. 57. 2) τὰ σύνορα χώρας τινός, ἐσχατιῇ Γόρτυνος Ὀδ. Γ. 294· ναῖον δ᾿ ἐσχατιὴν Φθίης Ἰλ. Ι. 484· [[οὕτως]], ἐσχατιῇ, μόνον ἐν Ὀδ. Ξ. 104, Ἀρχίλ. 82· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης, τὰ [[ἄκρα]], τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, Ἡρότ. 3. 106· [[ὡσαύτως]], τὰ σύνορα, ἡ [[μεθόριος]] [[χώρα]], τῆς Αἰτωλίδος ὁ αὐτ. 6. 127: ἀπολ. ὁ αὐτ. 3. 115. 116, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 4, κτλ., πρβλ. 6. 127: - ἐν τῇ Ἀττ., «ἐσχατιαί: τὰ χωρία λέγουσιν ἐσχατιὰς τὰ πρὸς τοῖς ὅροις τῆς χώρας ἢ τὰ πρὸς τῇ θαλάσσῃ» (Α. Β. 256. 30)· [[κτῆμα]], οἰκίαν μὲν γὰρ [[ὄπισθεν]] τῆς πόλεως, ἐσχατιὰν δὲ Σφηττοῖ, Ἀλωπεκῆσι δ᾿ ἕτερον [[χωρίον]] Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 97, Δημ. 1040. 13, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 52 κἑξ, Böckh Α. Ε. 1. 86, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀν᾿ ἐσχατιάν, ἐπὶ τέλους, Πινδ. Π. 11. 86· οὕτω κατὰ δοτ., ἐσχατιῇ Νικ. Θηρ. 437. 4) ἐσχατιαί, = δύσεις, Ἄρατ. 574. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />limite extrême, extrémité : πυρῆς IL bord d’un bûcher ; νήσου OD bord d’une île ; λιμένος OD entrée d’un port ; ἀγροῦ OD extrémité d’un champ ; ἐσχατιὰ πολέμοιο IL extrémité d’un combat, d’un champ de bataille ; territoire <i>ou</i> champ à l’extrémité d’un pays, <i>sel. d’autres</i> bien, domaine <i>en gén.</i> ; [[αἱ]] ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης HDT les extrémités du monde ; ἐπ’ ἐσχατιῇ <i>(ion.)</i> OD, ἐσχατιαῖς SOPH à l’extrémité, à la limite extrême de la portée de la vue, <i>càd</i> au fond <i>ou</i> au loin ; <i>particul.</i> extrémité d’une ville bordée par la mer <i>ou</i> au pied d’une montagne.<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]]. | |||
}} | }} |